Πάνος Σόμπολος: «Με αφοπλισμό και πολιτικό θάρρος θα σπάσει ο φαύλος κύκλος»

Συγκλονισμένο παραμένει το χωριό Βορίζια στο Ηράκλειο της Κρήτης από το φονικό αιματοκύλισμα που ήρθε να ξυπνήσει παλιές πληγές και να θυμίσει πως οι βεντέτες στο νησί δεν ανήκουν ακόμη στο παρελθόν. Η μικρή κοινωνία θρηνεί για μια ακόμη φορά θύματα μιας ατέρμονης αλυσίδας εκδίκησης, όπου η τιμή και το αίμα εξακολουθούν να μετρούν περισσότερο από τη ζωή. Οι κάτοικοι ζουν μέσα στον φόβο και τη σιωπή, γνωρίζοντας πως μια λάθος κουβέντα ή ένα βλέμμα μπορεί να πυροδοτήσει νέο γύρο βίας. Ολόκληρη η Κρήτη παρακολουθεί με οδύνη τα γεγονότα, ενώ οι Αρχές προσπαθούν να επιβάλουν την τάξη σε μια κοινωνία όπου τα όπλα δεν είναι απλώς εργαλεία, αλλά σύμβολα ταυτότητας και ανδρισμού.  Οπως επισημαίνει ο έμπειρος δημοσιογράφος Πάνος Σόμπολος – που έχει γράψει και το βιβλίο «Βεντέτες – Εγκλήματα βεντέτας στην Ελλάδα» – το φαινόμενο έχει βαθιές ρίζες στην παιδεία και στη νοοτροπία των ανθρώπων. Μόνο με αφοπλισμό, παιδεία και πολιτικό θάρρος μπορεί να σπάσει ο φαύλος κύκλος που αιματοκυλά την κρητική γη και να μπει, επιτέλους, ένα τέλος στην παράλογη αυτή παράδοση του αίματος.

Κύριε Σόμπολε, θέλουμε ένα σχόλιο για όσα τραγικά συμβαίνουν στην Κρήτη. Γιατί συνεχίζουν, κατά τη γνώμη σας, να υπάρχουν βεντέτες και φονικά;

Η βεντέτα, μια λέξη ιταλικής προέλευσης που σημαίνει «εκδίκηση», υπήρχε από αρχαιοτάτων χρόνων. Την εφαρμόζανε ακόμη και στους αρχαίους νόμους, όπως στον Μωσαϊκό, με το «οφθαλμός αντί οφθαλμού». Ομως αυτά ανήκουν σε άλλες εποχές, όταν δεν υπήρχε οργανωμένη Δικαιοσύνη. Με την εμφάνιση των δικαστηρίων και των θεσμών, η βεντέτα άρχισε να περιορίζεται και να σβήνει σιγά σιγά, γιατί ο πολίτης έπαψε να παίρνει τον νόμο στα χέρια του. Στην Ελλάδα άνθησε κυρίως στην Κρήτη και τη Μάνη. Στη δεύτερη έχει εκλείψει εδώ και δεκαετίες, όμως στην Κρήτη εξακολουθεί να υπάρχει. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, οφείλεται σε δύο παράγοντες: στα όπλα και στην παιδεία, στη νοοτροπία των ανθρώπων. Στην Κρήτη τα όπλα θεωρούνται σχεδόν ιερά. Από μικρά παιδιά τα βλέπουν γύρω τους, τα συναντούν στα έθιμα και στις γιορτές· ακόμη και στις βαφτίσεις ή στους γάμους δίνονται δώρα και μπουμπουνιέρες και δίπλα υπάρχουν όπλα. Ετσι γαλουχούνται με την ιδέα ότι το όπλο είναι κομμάτι της ταυτότητάς τους.

Πώς θα αλλάξει αυτή η κατάσταση;

Πρέπει κάποτε να τελειώσει αυτή η κατάσταση. Η πολιτεία οφείλει να βρει τρόπο να αφοπλίσει την κοινωνία της Κρήτης και να αλλάξει τη νοοτροπία που συνδέει την τιμή με την οπλοκατοχή. Πρωθυπουργός και αντιπολίτευση πρέπει να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι, να παραμερίσουν το πολιτικό κόστος και να συμφωνήσουν σε μια κοινή λύση: να καλέσουν τους πολίτες να παραδώσουν τα όπλα τους χωρίς ποινές, με αμνηστία· αλλά όσοι τα κρατήσουν να τιμωρηθούν αυστηρά και παραδειγματικά. Μόνο έτσι μπορεί να σταματήσει η παράνομη οπλοκατοχή και οι αιματοχυσίες που προκαλεί. Η αστυνομία πολλές φορές ενεργεί σωστά και γρήγορα, όμως το πρόβλημα δεν λύνεται μόνο με επιχειρήσεις· χρειάζεται συνολική πολιτική και αλλαγή νοοτροπίας. Θυμάμαι, όταν πήγαινα παλιότερα για ρεπορτάζ στην Κρήτη, δεν έβρισκες πινακίδα που να μην είναι τρυπημένη από σκάγια – αυτό δείχνει πόσο βαθιά ριζωμένο είναι το φαινόμενο. Στο βιβλίο μου «Βεντέτες – Εγκλήματα βεντέτας στην Ελλάδα», έγραψα ότι πολλά χωριά ερήμωσαν επειδή οικογένειες αναγκάστηκαν να φύγουν για να γλιτώσουν από την εκδίκηση. Αλλοι πήγαν στην Αθήνα, άλλοι στη Θεσσαλονίκη ή σε άλλες πόλεις. Αυτά πρέπει να μας προβληματίσουν όλους. Αν θέλουμε να μην ξαναζήσουμε τέτοια φαινόμενα, χρειάζεται αφοπλισμός, παιδεία και πολιτικό θάρρος.