Πληροφορίες για συμμετοχή πασίγνωστης αθλήτριας στη μεγάλη εγκληματική οργάνωση – Είχε λάβει μέρος σε Ολυμπιακούς Αγώνες

Γνωστή αθλήτρια που είχε συμμετάσχει σε Ολυμπιακούς Αγώνες και συμμετείχε σε πολλές διεθνείς διοργανώσεις κατακτώντας μετάλλια, λέγεται πως εμπλέκεται στη μεγάλη εγκληματική οργάνωση που ξεσκεπάστηκε καθώς τουλάχιστον 44 μέλη της κατηγορούνται για απάτες κατά πολιτών, παριστάνοντας τους υπαλλήλους της ΔΕΔΔΗΕ.

Τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης δραστηριοποιούνταν στην διάπραξη απατών μέσω τηλεφωνικών κλήσεων, καθώς και στη διάπραξη διακεκριμένων κλοπών σε διάφορες περιοχές της επικράτειας.

Στο πλαίσιο επιχείρησης της ΕΛΑΣ με τη συμμετοχή 400 αστυνομικών, συνελήφθησαν 45 άτομα, από τα οποία 44μέλη της οργάνωσης, ενώ στη δικογραφία περιλαμβάνονται άλλα 96 άτομα.

Εξιχνιάστηκαν 1.089 περιπτώσεις απάτης, ενώ εκτιμάται ότι ο αριθμός των απατών που διαπράχθηκαν είναι πολλαπλάσιος.

Οι Αρχές έφτασαν στα ίχνη της αθλήτριας διερευνώντας τις τηλεφωνικές συνομιλίες των μελών της εγκληματικής οργάνωσης, που είχαν στα χέρια τους.

Στην ίδια σπείρα εμπλέκεται και ο αδελφός της 37χρονης αθλήτριας ο οποίος μάλιστα έχει αναγνωριστεί από θύμα του και κατηγορείται πως άρπαξε τιμαλφή από σπίτι.

Όσον αφορά την δράση της αθλήτριας στο κύκλωμα απάτης, φέρεται πως είχε υποστηρικτικό ρόλο, βοηθούσε τον αδελφό της και συμμετείχε στη νομιμοποίηση των εσόδων.

Συμφωνα με πληροφορίες του ΕΡΤnews υπάρχουν καταγεγραμμένες συνομιλίες της γυναίκας με τον αδελφό της και άλλα άτομα, που αφορούν μεταφορές ποσών σε τραπεζικές κάρτες της.

Πώς δρούσε η εγκληματική οργάνωση

Η εγκληματική οργάνωση είχε ως αρχηγείο – τηλεφωνικό κέντρο οικισμό στο Ζευγολατιό Κορινθίας, το οποίο λόγω της γεωγραφικής του θέσης προσφερόταν για τη διαφυγή των δραστών καθώς και την απόκρυψη των αφαιρεθέντων χρηματικών ποσών ή τιμαλφών.

Το τηλεφωνικό κέντρο αποτελούνταν από έναν τουλάχιστον βοηθό διευθύνοντος και ένα μικρό αριθμό έμπιστων μελών, οι οποίοι μιλούσαν άπταιστα την ελληνική γλώσσα, κατείχαν τεχνική κατάρτιση στη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών και άριστη γνώση λειτουργίας της ηλεκτρονικής τραπεζικής, ενώ τα τηλεφωνικά κέντρα βρίσκονταν κατά κανόνα στο Ζευγολατιό αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου (Βραχάτι, Άσσος, Εξαμίλια κλπ).

Επιχειρησιακά κέντρα

Επιπλέον, είχαν συστήσει επιχειρησιακά κέντρα σε Αγία Βαρβάρα,  Αχαρνές – Φυλής (Άνω Λιόσια και Ζεφύρι) προκειμένου να μην εντοπίζονται τα αρχηγικά μέλη αλλά και για να μη συσχετιστούν τα επιχειρησιακά κέντρα με τον «Αρχηγείο – τηλεφωνικό κέντρο» εκμεταλλευόμενοι τις ιδιαιτερότητες των περιοχών και τις στενές συγγενικές ή φιλικές σχέσεις με τα μέλη αυτά.

Μάλιστα, εκμεταλλευόμενοι τις φιλικές και συγγενικές σχέσεις με άτομα στην επαρχία, τους ανέθεταν έναντι αμοιβής να μεταβαίνουν σε όλη την επικράτεια δρώντας ως εισπράκτορες για λογαριασμό της οργάνωσης, γεγονός που οδηγούσε στον μη εντοπισμό των αρχηγικών μελών.

Χαρακτηριστικό της δράσης της εγκληματικής οργάνωσης ήταν το εύρος, η οργανωτικότητα και η προσαρμοστικότητα που είχαν αναπτύξει, έχοντας αποκτήσει εξειδίκευση σε τεχνικά θέματα και άλλες λεπτομέρειες που χρησιμοποιούσαν για να εξαπατήσουν τα θύματά τους.

150 κινητά

Ενδεικτικό είναι ότι, καθημερινά πραγματοποιούνταν κλήσεις από -40- τηλεφωνητές προς εξαπάτηση των υποψήφιων θυμάτων, ενώ η οργάνωση διέθετε τουλάχιστον -150- επιχειρησιακά κινητά τηλέφωνα (τηλεφωνικές κλήσεις, μεταφορές χρημάτων, επικοινωνία μεταξύ τους κατά τη διάρκεια των παράνομων πράξεων), τα οποία απενεργοποιούσαν και προέβαιναν στην αγορά νέων προκειμένου να μη γίνονται αντιληπτοί από τις Αρχές.

Ως προς την μεθοδολογία, τα μέλη της εγκληματικής  οργάνωσης χρησιμοποιούσαν διαφορετικό τρόπο δράσης, λαμβάνοντας υπόψη κάθε φορά την κίνηση της αγοράς και τις εξελίξεις όσον αφορά επιδοτήσεις, επιδόματα και κυβερνητικές εξαγγελίες.

Συγκεκριμένα, πραγματοποιούσαν τηλεφωνικές κλήσεις με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών αλλά και κάνοντας χρήση ψεύτικων στοιχείων ταυτότητας με σκοπό την εξαπάτηση των πολιτών, ενώ παρουσιάζονταν:

ως υπάλληλοι δημοσίων και συνεργαζόμενων φορέων, οι οποίοι με το πρόσχημα της επιστροφής χρημάτων ή πληρωμής κρατήσεων τιμολογίων και εκμεταλλευόμενοι την άγνοια των θυμάτων για τραπεζικής φύσεως συναλλαγές, καθοδηγούσαν λανθασμένα τα θύματα αποστέλλοντας τα χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς μελών της οργάνωσης,

ως λογιστές – φοροτεχνικοί, όπου με πρόφαση ότι είναι δικαιούχοι είτε κρατικής επιδότησης είτε επιστροφής χρημάτων, αποκτώντας πολλές φορές και πρόσβαση στον ίδιο τον τραπεζικό λογαριασμό των θυμάτων, μετέφεραν χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς της οργάνωσης ή πραγματοποιούσαν άμεσα αναλήψεις. Πολλές φορές για να γίνουν πειστικοί, στην συνομιλία συμμετείχε και έτερος δράστης που συστηνόταν ως προϊστάμενος ή ως εξειδικευμένος υπάλληλος που θα βοηθούσε στη διεκπεραίωση, κάμπτοντας τις υποψίες των θυμάτων,

ως λογιστές και βοηθοί λογιστών όπου σε περίπτωση που διαπίστωναν ότι καλούν σε ηλικιωμένους ή άτομα που δεν έχουν καλή γνώση ηλεκτρονικών υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων, επικαλούμενοι διάφορα προσχήματα, όπως τη δήλωση στην εφορία ή την ασφάλιση μετρητών και τιμαλφών, έπειθαν τα θύματα να παραδώσουν σε συνεργούς τους χρήματα και τιμαλφή,

σε περίπτωση που δεν γίνονταν πειστικοί ως λογιστές, ξανακαλούσαν τα θύματα ως δήθεν αστυνομικοί, ζητώντας από τα θύματα να πετάξουν τιμαλφή και χρήματα από το μπαλκόνι προκειμένου να «συλλάβουν» επ’ αυτοφώρω τους επίδοξους απατεώνες,

ως δήθεν πωλητές οχημάτων και μηχανημάτων έργου, αναρτώντας αγγελίες σε δημοφιλείς διαδικτυακές πλατφόρμες, με ιδιαίτερα δελεαστικές τιμές, μέσω των οποίων προσελκύονταν ανυποψίαστοι υποψήφιοι αγοραστές.

Τα μέλη της οργάνωσης, προσποιούμενα τους ιδιοκτήτες ή εκπροσώπους νόμιμων επιχειρήσεων, απαιτούσαν καταβολή χρηματικής «προκαταβολής» για τη δήθεν «δέσμευση» του οχήματος, επικαλούμενα αυξημένο ενδιαφέρον από τρίτους, λάμβαναν τα ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς που έλεγχαν και στη συνέχεια είτε προφασίζονταν διάφορα προσκόμματα είτε διέκοπταν πλήρως την επικοινωνία, χωρίς ποτέ να πραγματοποιούν την αγοραπωλησία ή να επιστρέφουν τα καταβληθέντα χρήματα.

Παράλληλα, για την αποφυγή εντοπισμού τους χρησιμοποιούσαν ποικίλα μέτρα αντιπαρακολούθησης όπως κωδικοποιημένες λέξεις, τεχνολογικά μέσα, κάλυψη χαρακτηριστικών τους κ.λπ.