
Η κυβέρνηση και η Βουλή προετοιμάζονται να ανοίξουν τον πέμπτο κύκλο συνταγματικής Αναθεώρησης, αλλά η αφετηρία έχει πάντοτε τη δική της σημασία και το δικό της παρασκήνιο. Αποκαλυπτικό για όσα διαδραματίστηκαν σε αυτή την αφετηρία, από τις προπαρασκευαστικές κινήσεις και διαδικασίες έως την ψήφιση του Συντάγματος του 1975, είναι το νέο βιβλίο του διακεκριμένου νομικού, καθηγητή Γιώργου Θ. Μαυρογορδάτου («1975 – Αγωνίες για το νέο Σύνταγμα», εκδόσεις Πατάκη), καθώς ο ίδιος κατέγραψε εκ των έσω όλα τα βήματα που έγιναν, το κλίμα που επικρατούσε και τις προτάσεις που υποβλήθηκαν, ως ενεργό μέλος της Ομάδας Επιστημόνων για ένα Δημοκρατικό Σύνταγμα, αλλά και σύμβουλος της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, της Ενωσης Κέντρου – Νέες Δυνάμεις (ΕΚΝΔ).
Ο ίδιος παρατηρεί ότι, παρά τα προσπάθειες συμβιβασμών, το Σύνταγμα του 1975 ψηφίστηκε μόνο από τη ΝΔ, με μακροπρόθεσμη συνέπεια να αναθεωρηθεί μια δεκαετία αργότερα – με την Αναθεώρηση του 1986 που κατήργησε τις προεδρικές «υπερεξουσίες» και οδήγησε ουσιαστικά στην «πρωθυπουργοποίηση» του πολιτεύματος. Τα αποσπάσματα που παραθέτουν «ΤΑ ΝΕΑ» είναι ενδεικτικά της δικής του αποτίμησης.
Σύνταγμα «εν λευκώ»
Όπως προκύπτει από το πρακτικό του διευρυμένου Υπουργικού Συμβουλίου της 23ης Δεκεμβρίου 1974, τα μέλη του – υπουργοί και υφυπουργοί – δεν πρόλαβαν καν να διαβάσουν το κείμενο του Κυβερνητικού, υποτίθεται, Σχεδίου Συντάγματος πριν το εγκρίνουν! Ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής τούς μοίρασε το έτοιμο Σχέδιο και τους ζήτησε να το υπογράψουν ουσιαστικά «εν λευκώ». Σχόλια και παρατηρήσεις μπορούσαν να υποβάλουν εκ των υστέρων «διά σημειώματος» είτε στον Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου, Πρόεδρο της Βουλής, είτε στον Κωνσταντίνο Τσάτσο, μελλοντικό Πρόεδρο της Συνταγματικής Επιτροπής (και ύστερα Πρόεδρο της Δημοκρατίας). Αυτοί ήσαν οι δύο πιστοί του στους οποίους εμπιστεύθηκε την υπόθεση του νέου Συντάγματος. Ο ίδιος μάλιστα δήλωσε: «Ημπορεί να μη έχω τον χρόνον να ξαναασχοληθώ με αυτό…». (…) Επικράτησε προχειρότητα και βιασύνη στην ετοιμασία του Κυβερνητικού Σχεδίου, ενώ έπρεπε το νέο Σύνταγμα να είναι αποτέλεσμα σοβαρής μελέτης και διεξοδικής συζητήσεως. Τα αποτελέσματα της προχειρότητας φαίνονται αμέσως. Και είναι κωμικοτραγικά. Σύμφωνα με το άρθρο 31, ούτε ο κ. Καραμανλής ούτε ο κ. Μαύρος μπορούν να εκλεγούν Πρόεδροι της Δημοκρατίας, γιατί δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια «διά γεννήσεως»! Κι οι δύο όταν γεννήθηκαν, οι πατρίδες τους δεν είχαν προσαρτηθεί στην Ελλάδα! (Στο οριστικό Σχέδιο προστέθηκε η περίπτωση προσάρτησης εδάφους ή ανταλλαγής πληθυσμών).
Πρόεδρος με «υπερεξουσίες»
Εγκαθιδρύοντας όχι καθαρά κοινοβουλευτικό, αλλά στην ουσία ανομολόγητο «ημιπροεδρικό» σύστημα, το Σχέδιο αντλούσε διατάξεις για την οργάνωση της Πολιτείας μόνο από το χουντικό «Σύνταγμα» του 1973, αφού αυτό επιβλήθηκε μετά την τότε πραξικοπηματική κατάργηση της βασιλείας. Ευθύς εξαρχής, το Σχέδιο (άρθρο 28 παρ. 2) αντέγραφε κατά λέξη από το «Σύνταγμα» του 1973 (άρθρο 3 παρ. 2) τη βασική διάταξη ότι: «Η εκτελεστική εξουσία ασκείται υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Κυβερνήσεως». Αυτό το «και» θεμελίωνε την εξουσία του Προέδρου προσωπικά και ανεξάρτητα από την υπεύθυνη Κυβέρνηση. Έτσι, πολλές πράξεις του δεν χρειάζονταν προσυπογραφή υπουργού. Αυτό είχε προβλέψει για πρώτη φορά στη συνταγματική μας ιστορία για Ανώτατο Άρχοντα το άρθρο 40 παρ. 2 του «Συντάγματος» του 1973. Με άλλα λόγια, ο Πρόεδρος θα είχε αυτοτελή εξουσία και δικαιώματα που ουδέποτε είχε ο Βασιλέας κατά το Σύνταγμα στο παρελθόν. Το άρθρο 27 του Συντάγματος του 1952 έγραφε χαρακτηριστικά: «Η εκτελεστική εξουσία ανήκει εις τον Βασιλέα, ενεργείται δε διά των παρ’ αυτού διοριζομένων υπευθύνων Υπουργών». Και το άρθρο 30: «Ουδεμία πράξις του Βασιλέως ισχύει, ουδέ εκτελείται αν δεν είναι προσυπογεγραμμένη παρά του αρμοδίου Υπουργού, όστις διά μόνης της υπογραφής του καθίσταται υπεύθυνος». Ήταν λοιπόν χονδροειδές ψέμα ο ισχυρισμός ότι τάχα το Σχέδιο Συντάγματος ουσιαστικά διατηρούσε σε αβασίλευτο πολίτευμα «περίπου» τα ίδια δικαιώματα που είχε και στη βασιλευόμενη δημοκρατία ο Ανώτατος Άρχων…
Η συνεργασία της Αντιπολίτευσης
Από την έναρξη της συζήτησης του Συντάγματος στην Ολομέλεια της Βουλής, τα κόμματα της Αντιπολίτευσης είχαν αρχίσει να συντονίζονται σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό, υποβάλλοντας και υποστηρίζοντας ακόμη και κοινές τροπολογίες, μετά από συσκέψεις των αρχηγών ή εκπροσώπων τους, στις οποίες μετείχα και εγώ, ως «επιστημονικός σύμβουλος» της ΕΚΝΔ. Με αυτή την ιδιότητα, ήμουν παρών σε επανειλημμένες συναντήσεις του Γ. Μαύρου με τον Α. Παπανδρέου και τον Λ. Κύρκο, στο γραφείο του πρώτου (στη Βουλή). Είχα έτσι την ευκαιρία να διαπιστώσω και να θαυμάσω την καταπληκτική ευστροφία και αφομοιωτική ικανότητα του Ανδρέα Παπανδρέου. Κάποτε μάλιστα επανέλαβε μετά από μία ώρα στην ομιλία του, προς τη Βουλή, μερικά από αυτά που μόλις είχε ακούσει, για πρώτη φορά, από μένα! Τη συνεννόηση με τον Κ. Κάππο την έκανα χωριστά, αφού δεν υπήρχε περίπτωση να συνευρεθεί, ως ΚΚΕ, με τους «διασπαστές» του ΚΚΕ Εσωτερικού, όπως ο Λ. Κύρκος…
Η Επιστημονική Επιτροπή
Είχα διατυπώσει ως τροπολογία της ΕΚΝΔ την εξής προσθήκη στο άρθρο 65: «Διά του Κανονισμού συνιστάται παρά τη Βουλή επιστημονική υπηρεσία, προς υποβοήθησιν του έργου της». (…) Η πλειοψηφία της ΝΔ, ωστόσο, πρώτα στην Υποεπιτροπή, ύστερα στην Επιτροπή και τελικά στην Ολομέλεια, την αποδέχθηκε κολοβωμένη και ανώδυνη: μόνο ως δυνατότητα και μόνο για την υποβοήθηση ειδικά του νομοθετικού έργου – αποκλείοντας τον κοινοβουλευτικό έλεγχο (…) Με κάλεσε λοιπόν μετά τις εκλογές του 1981 ο νέος Πρόεδρος της Βουλής Γιάννης Αλευράς και μου ζήτησε ένα σχέδιο για την επιστημονική υπηρεσία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα ήμουν επικεφαλής της. (…) Ενθουσιασμένος, υπέβαλα αμέσως στον Αλευρά μία συνοπτική αλλά πλήρη έκθεση οκτώ σελίδων «για τη συγκρότηση Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής», στις 8 Ιανουαρίου 1982. (…) Δυστυχώς όμως δεν ξαναείδα τον ίδιο, αλλά έναν νέο, τον Γ. Μπάλλα, που είχε μόλις αναλάβει Γενικός Γραμματέας της Βουλής. Το μόνο που έμαθα γι’ αυτόν ήταν ότι προερχόταν από το πολιτικό γραφείο του Κώστα Σημίτη. Μου είπε λοιπόν κάτι που με ξάφνιασε και με σόκαρε: ότι δίσταζαν να δημιουργήσουν την επιστημονική υπηρεσία, επειδή ήθελαν να εξασφαλίσουν ότι δεν θα μπορεί να τη χρησιμοποιεί η Αντιπολίτευση. Δεν κρατήθηκα: «Μα ακριβώς στην Αντιπολίτευση χρειάζεται η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής! Η Κυβέρνηση έχει στη διάθεσή της τα υπουργεία και όλες τις υπηρεσίες. Αν είναι να αποκλειστεί η Αντιπολίτευση, καλύτερα να μη γίνει!»…