Η άλλη γενιά του Πολυτεχνείου

Συνηθίσαμε να μιλάμε για τη γενιά του Πολυτεχνείου, γι’ αυτούς δηλαδή που, τότε, ήταν σε «φοιτητική ηλικία» και συμμετείχαν ή παρακολουθούσαν συνειδητά τα γεγονότα ενώ στη Μεταπολίτευση, πολύ νέοι ακόμη, πήραν τη σκυτάλη και διαμόρφωσαν, είτε με τον λόγο τους είτε με την ψήφο τους, την πολιτική ζωή του τόπου.

Υπάρχει όμως και μια άλλη γενιά του Πολυτεχνείου ή, καλύτερα, μία κλάση. Τα παιδιά που ήταν τότε δώδεκα, δεκατριών, δεκατεσσάρων ετών. Μικρά για ενεργή συμμετοχή αλλά αρκετά μεγάλα ώστε να επηρεαστούν από τις δονήσεις εκείνων των ημερών, να πιάσουν στον αέρα το νόημα της εξέγερσης ακόμη και αν δεν μπορούσαν να το επεξεργαστούν παρά μόνο με το συναίσθημα, να δουν από πολύ κοντά αυτό που, μέχρι τότε, διδάσκονταν στο σχολείο ως, περίπου, αφηρημένη έννοια: τον ηρωισμό.

Στην «ηθική παρανομία»

Σε αυτήν τη γενιά ανήκω κι εγώ. Και θυμάμαι μέχρι σήμερα την αμηχανία, τις απορίες, τον θυμό και, κυρίως, μία επιθυμία εγγύτητας, να βρεθούμε η παρέα, οι φιλενάδες, οι συμμαθήτριες και που πολύ αργότερα κατάλαβα ότι επρόκειτο για την ανάγκη απόκτησης ταυτότητας μέσω του «ανήκειν». Οι καθηγητές στο σχολείο μάς έλεγαν μισόλογα, όπως έμαθα εκ των υστέρων κάποιοι από αυτούς θα ήθελαν να μας μιλήσουν για την εξέγερση των φοιτητών αλλά ο φόβος φυλούσε τα έρημα. Αλλωστε είχαμε καταλάβει ότι την αλήθεια δεν θα τη μαθαίναμε από επίσημα χείλη.

Τα δυο – τρία απογεύματα που προηγήθηκαν της κορυφαίας νύχτας, μαζευόμασταν στο σπίτι μίας φίλης και ακούγαμε τον σταθμό του Πολυτεχνείου. Βιώναμε έτσι κάτι σαν «ηθική παρανομία», νιώθαμε ότι ήμασταν «Κατερίνες» σε έναν «Μικρό Ηρωα» της εποχής μας.

Από τον σταθμό ακούσαμε ότι οι φοιτητές χρειάζονταν φάρμακα. Και αποφασίσαμε να ανταποκριθούμε. Σπάσαμε κουμπαράδες, μαζέψαμε κάποια χρήματα και σε εμένα έλαχε ο κλήρος να πάω στο φαρμακείο. Τι να γνώριζα σε εκείνη την ηλικία από φάρμακα; Μόνο ασπιρίνες. Ο φαρμακοποιός της γειτονιάς μου που με ήξερε απ’ όταν πήγαινα εκεί με τη μαμά μου (διότι έκανα τη βλακεία να πάω σε φαρμακείο λίγα μέτρα από την πόρτα του σπιτιού μου) κατάλαβε αμέσως. Ισως από τα μασημένα λόγια μου, τα κάμποσα κουτιά ασπιρίνης που ζήτησα, τον τρόπο που κρατούσα σφιχτά τα χρήματα στο χέρι μου. Μου γέμισε μια σακούλα με φάρμακα που δεν ήξερα και που είμαι σίγουρη ότι κόστιζαν περισσότερο από το ποσόν που του έδωσα και, καθώς έφευγα, μου είπε χαμηλόφωνα και στοργικά «Να προσέχετε». Για την ιστορία, αφού αγοράσαμε τα φάρμακα, συνειδητοποιήσαμε ότι δεν είχαμε τρόπο να τα πάμε στο Πολυτεχνείο. Τα δώσαμε σε έναν ξάδελφο που θα πήγαινε εκεί, δεν ξέρω, ίσως να μην έφτασαν ποτέ.

Η «φωτογραφία» της Μεταπολίτευσης

Την επόμενη χρονιά όλα είχαν αλλάξει. Η χούντα είχε πέσει κι εμείς, τα πιτσιρίκια του Πολυτεχνείου, νιώθαμε ότι είχε περάσει καιρός πολύς μέσα σε έναν χρόνο. Στην πρώτη επέτειο που, το 1974, έγινε μία εβδομάδα αργότερα διότι, στις 17 Νοεμβρίου είχαμε τις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης, ξεκινήσαμε ένα τσούρμο μαθήτριες από το Αρσάκειο του Ψυχικού για να συμμετάσχουμε στην πορεία. Ηταν σαν όλη η πόλη να είχε γιορτή εκείνη την ημέρα. Κατεβαίναμε τη Βασιλίσσης Σοφίας φωνάζοντας συνθήματα, είχαμε μια αίσθηση ότι όλο αυτό έγινε για να μπούμε πλησίστιες στα πέλαγα της εφηβείας. Κάπου απέναντι από τον Ευαγγελισμό σταμπάραμε στο απέναντι πεζοδρόμιο έναν υπουργό της χούντας. Με τη γυναίκα του ήταν, σε κάποια επίσκεψη θα πήγαιναν, κρατούσαν και το κλασικό κουτί με τις πάστες. Ζάρωσαν όταν αρχίσαμε να φωνάζουμε πιο δυνατά τα συνθήματα. Σαν τρομαγμένα ανθρωπάκια που τι φοβόντουσαν; Ενα τσούρμο κορίτσια με σοσόνια; Αυτό όμως το τρομαγμένο, ζαρωμένο και άλλοτε πανίσχυρο ζευγάρι έγινε από τότε για εμένα, η «φωτογραφία» της Μεταπολίτευσης.

Πενήντα δύο χρόνια μετά, ακούω και διαβάζω ανθρώπους που δεν είχαν γεννηθεί τότε, να αναφέρονται στο Πολυτεχνείο. Ρομαντικά, θεωρητικά και σωστά πολλές φορές έτσι όμως όπως αναφερόμαστε σε μη βιωμένα γεγονότα. Το Πολυτεχνείο όμως δεν είναι ούτε η κατάθεση στεφάνων, ούτε τα χαμόγελα ή οι σηκωμένες γροθιές των πολιτικών αρχηγών στο προαύλιο. Είναι η αποθέωση της παρθενικότητας μιας γενιάς. Αυτής που έβαλε το κεφάλι της στον ντορβά και της δικής μας που την αντικρίσαμε μέσα από τις ρωγμές της πρώτης εφηβείας μας.