Πώς είναι να επιστρέφει κανείς στην πατρίδα έπειτα από δώδεκα ολόκληρα χρόνια στην άλλη άκρη του Κόσμου; Τι αφήνεις πίσω, τι παίρνεις μαζί σου και πώς ξανασυστήνεσαι σε έναν τόπο που δεν έπαψες ποτέ να αποκαλείς «πατρίδα»;
Ο Νίκος Βλάχος μιλά στον «Νέο Κόσμο» για τους λόγους που οδήγησαν αρχικά την οικογένειά του να μεταναστεύσει στην Αυστραλία εν μέσω της οικονομικής κρίσης το 2013, αλλά και για την απόφαση της επιστροφής πριν από έναν χρόνο.
Με την εμπειρία της ξενιτιάς, πλέον μπορεί να συγκρίνει με καθαρή ματιά τις δύο χώρες ως προς την ποιότητα ζωής, το κόστος διαβίωσης και την καθημερινότητα.
Ο Νίκος Βλάχος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, «σε ένα από τα πιο όμορφα προάστια, την Ηλιούπολη», όπως λέει ο ίδιος στον «Νέο Κόσμο».
Αν και είχαν ταξιδέψει αρκετά με τη σύζυγο και τα δύο τους παιδιά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, δεν είχαν επισκεφθεί ποτέ την Αυστραλία, κι ας είχε γεννηθεί η σύζυγός του στη Μελβούρνη, πριν η οικογένειά της επιστρέψει στην Αθήνα όταν ήταν ενός έτους.
«Μάλιστα, πολλές φορές χαμογελούσαμε μεταξύ μας όταν ήμασταν έφηβοι, λόγω μιας πιτσαρίας με το όνομα “Canberra” που υπάρχει από τη δεκαετία του 1970 στην Ηλιούπολη και είχε σήμα το καγκουρό, και αναρωτιόμασταν πού να βρίσκεται αυτή η χώρα και τι είδους ζώο είναι αυτό. Ποιος να φανταζόταν ότι έπειτα από αρκετά χρόνια θα ζούσαμε εκεί…».

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Το 2012, τη χρονιά της μεγάλης οικονομικής κρίσης, άρχισε να γεννιέται η ιδέα της μετανάστευσης. Οι εργασιακές συνθήκες είχαν δυσκολέψει αρκετά και το μέλλον φαινόταν δυσοίωνο, συνεχίζει ο κ. Βλάχος.
«Σκεπτόμενοι το μέλλον των παιδιών μας, δύο αγοριών που τότε ήταν 13 και 16 ετών, αρχικά πήραμε την απόφαση να τους δώσουμε την αυστραλιανή υπηκοότητα και εγώ να ξεκινήσω τη διαδικασία για partner visa, ώστε να έχουμε έτοιμο ένα plan B».
Η τελική απόφαση πάρθηκε τον Αύγουστο του 2012 και η οικογένεια έβγαλε εισιτήρια για να φύγει για την Αυστραλία τον Μάρτιο του 2013.
Ομολογεί ότι η απόφαση ήταν δύσκολη.
«Με δύο παιδιά και με μια βαλίτσα στο χέρι ο καθένας, να αφήνεις το σπίτι σου, τους φίλους και συγγενείς, αλλά και τη χώρα που γεννήθηκες και έζησες τα περισσότερα χρόνια της ζωής σου…».
Ακολούθησαν 12 χρόνια στην Canberra, μέχρι που τα παιδιά ενηλικιώθηκαν, ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους και αποκαταστάθηκαν επαγγελματικά. Η οικογένεια ταξίδευε τακτικά στην Ελλάδα για διακοπές, οπότε η επαφή δεν χάθηκε ποτέ και «βλέπαμε και τα θετικά και τα αρνητικά».

Ο ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΣ
Έπειτα από 12 χρόνια παραμονής στην Αυστραλία, το ζευγάρι πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα. Οι δύο βασικότεροι λόγοι «ήταν ότι είχαμε αρκετά χρόνια εργασίας στην Ελλάδα, οπότε θα ήταν πιο εύκολο να πάρουμε σύνταξη συμπληρώνοντας λίγα ακόμα χρόνια εργασίας εδώ».
Στην ηλικία σήμερα των 58, ο κ. Βλάχος εξηγεί ότι στην Ελλάδα μπορείς να βγεις στη σύνταξη στα 62, όταν έχεις 40 χρόνια υπηρεσίας και εφόσον έχεις ξεκινήσει να εργάζεσαι πριν το 1993. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι είχαν το δικό τους σπίτι, κάτι που θα τους επέτρεπε να αντεπεξέλθουν οικονομικά.
Επέστρεψαν τον Σεπτέμβριο του 2024, αφού το συζήτησαν διεξοδικά με τα παιδιά τους. Ζυγίζοντας τα αρνητικά και τα θετικά, τα παιδιά αποφάσισαν να παραμείνουν στην Αυστραλία.
«Ήταν μια απόφαση που πάρθηκε από κοινού με τα παιδιά. Άλλωστε, ακόμα και εμείς αν ήμασταν νεότεροι, πάλι θα διαλέγαμε την Αυστραλία να ζήσουμε και να ξεκινήσουμε τη ζωή μας. Κακά τα ψέματα, καμία χώρα και κανένας τόπος δεν είναι τέλειος. Ανάλογα με την ηλικία μας, κάθε χώρα μας ταιριάζει λίγο πιο πολύ ή λίγο λιγότερο σε αυτό που μας αρέσει να ζήσουμε».
Σήμερα, ένα χρόνο μετά, «διατηρούμε ακόμα αυτή τη γλυκιά γεύση που νοιώθαμε όταν ερχόμασταν για διακοπές στην Ελλάδα».
Ο κ. Βλάχος εργάζεται σήμερα σε εταιρεία κλιματισμού ως σύμβουλος πωλήσεων, ενώ η σύζυγός του σε αλυσίδα καταστημάτων ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών.
«Έχουμε επιλέξει να εργαζόμαστε σε δουλειές που δεν μας δημιουργούν άγχος και πίεση, ώστε να περνάμε ποιοτικά την καθημερινότητά μας, τα Σαββατοκύριακά μας, αλλά και τα τριήμερα που δεν είναι λίγα».
Ωστόσο, βλέπει καθαρά και τις δυσκολίες της Ελλάδας.
«Το κόστος ζωής είναι δυσανάλογο με τους μισθούς που υπάρχουν στην Ελλάδα. Για ένα νεαρό ζευγάρι που πρέπει να ενοικιάσει σπίτι, ο ένας μηνιαίος μισθός θα πάει για ενοίκιο και ρεύμα και ο άλλος θα καλύψει σουπερμάρκετ, βενζίνες, ένδυση και λίγη διασκέδαση, χωρίς να αφήνει περιθώρια για αποταμίευση ή δημιουργία οικογένειας».
Άλλωστε, το πρόβλημα της υπογεννητικότητας, αλλά και της ερήμωσης της επαρχίας, είναι από τα μεγαλύτερα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, τονίζει, και εξηγεί ότι βλέπει τη νεολαία να αναγκάζεται να μένει με τους γονείς ακόμα και στα 30 και άνω, γιατί δεν αντέχουν οικονομικά να νοικιάσουν δικό τους σπίτι, όταν ο μηνιαίος μισθός είναι κατά μέσο όρο 750 ευρώ.
«Επίσης οι εργασιακές συνθήκες δεν είναι καλές στην πλειοψηφία των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη κινητικότητα υπαλλήλων από επιχείρηση σε επιχείρηση. Στην Ελλάδα δυστυχώς εξακολουθεί να μην υπάρχει αξιοκρατία και, όπως συνηθίζω να λέω, “σημασία δεν έχει τι ξέρεις αλλά ποιον ξέρεις”.
Η Αυστραλία από την άλλη είναι ένας εργασιακός παράδεισος σε σχέση με την Ελλάδα. Για παράδειγμα, η αμοιβή για κάποιον που εργάζεται υπερωρίες ή αργίες στην Αυστραλία είναι κίνητρο να δουλέψεις. Αντίθετα, στην Ελλάδα είναι συνήθως εξαναγκασμός, με ανταμοιβή ένα έξτρα ρεπό».

Υπάρχει όμως στην Ελλάδα, κατά γενικό κανόνα, ισορροπία ζωής.
«Αυτό που βοηθάει στην Ελλάδα είναι ότι πολύ πιο εύκολα θα βρεθείς μέσα σε λίγα λεπτά για έναν καφέ ή για ένα μεζέ σε βουνό ή σε θάλασσα με τους φίλους σου, χωρίς ιδιαίτερο προγραμματισμό και χωρίς να ξοδέψεις πολλά χρήματα, μιας και υπάρχουν πολλές διαφορετικές προτάσεις για όλα τα πορτοφόλια, από πολύ οικονομικές, μέτριες ή ακριβές».
Η αλήθεια είναι ότι δεν τους λείπει κάτι από τη ζωή στην Αυστραλία, ομολογεί ο κ. Βλάχος.
«Τα παιδιά έρχονται το καλοκαίρι και εμείς θα επισκεφτούμε την Αυστραλία όταν με το καλό βγούμε στη σύνταξη. Ευτυχώς η Ηλιούπολη έχει αρκετό πράσινο, αλλά και η κυκλοφορία στους δρόμους δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να μας δημιουργεί πρόβλημα. Αυτός πιστεύω είναι ένας ακόμα λόγος που μας βοήθησε στην απόφασή μας».
Τελικά, ως προς το ερώτημα, «πού είναι καλύτερα;», ο κ. Βλάχος απαντά ότι… εξαρτάται.
«Σε κάποιον που σκέπτεται να επιστρέψει στην Ελλάδα, αν έχει μικρά παιδιά και αν είναι μακριά από την ηλικία συνταξιοδότησης, καλύτερα να μείνει στην Αυστραλία και να έρχεται στην Ελλάδα για διακοπές. Οι δυνατότητες που έχουν είναι ασύγκριτα περισσότερες και για τα παιδιά και για τους γονείς.
Αν όμως βρίσκονται προς το τέλος της καριέρας τους και θέλουν να περάσουν τα υπόλοιπα χρόνια τους —έχοντας όμως υπόψη τους μια πιο συντηρητική αλλά και ποιοτική ζωή— αξίζει να επιστρέψουν στην πατρίδα».
*Είστε Έλληνας του εξωτερικού ή μετανάστης που επέστρεψε στην πατρίδα, και θέλετε να μοιραστείτε τη δική σας εμπειρία; Στείλτε το μήνυμά σας στο editor@neoskosmos.com.au
The post «Ελλάδα ή Αυστραλία;»: Ένας ομογενής απαντά μετά από 12 χρόνια στην ξενιτιά appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.