Τι σημαίναι η λέξη «φενάκη»

Η λέξη φενάκη σημαίνει περούκα, αλλά χρησιμοποιείται και μεταφορικά και υποδηλώνει την ψευτιά, την εξαπάτηση, την παραπλάνηση, την απάτη.

Το Βικιλεξικό αναφέρει για την ετυμολογία της: φενάκη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φενάκη (περούκα) < φέναξ

Οι αρχαίοι Έλληνες τους Φένακες τους θεωρούσαν δαίμονες, που τους επικαλούνταν όταν ήθελαν να ξεγελάσουν ορισμένους.

Κατά τη Wikipedia, «στην αρχαία ελληνική μυθολογία και θρησκεία, με την ονομασία Φένακες ήταν γνωστοί κάποιοι δαίμονες, τους οποίους επικαλούνταν και ζητούσαν τη βοήθειά τους οι αρχαίοι Αθηναίοι όσες φορές επιθυμούσαν να εξαπατήσουν κάποιον άνθρωπο. Το όνομά τους ετυμολογείται από τη λέξη φενάκη = περούκα και μεταφορικά απάτη, ψευτιά: στον ενικό φέναξ = απατεώνας».