«Ιθάκη» του Τσίπρα: Οι αιχμές, τα λάθη και οι λίγες συγγνώμες – Τι λέει για ποιους

Η πολιτική διαδρομή του Τσίπρα στην «Ιθάκη», από την πρώτη υποψηφιότητα στη δημαρχία της Αθήνας, το 2006, μέχρι την παραίτησή του, είναι μια διαδρομή εξέλιξης – μαζί του, ο ΣΥΡΙΖΑ μεγάλωνε, προσθέτοντας ή αφαιρώντας συντρόφους, κέρδισε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και έπειτα τη διακυβέρνηση της χώρας. Στην οπτική του, στην πραγματικότητα το κόμμα του ηττήθηκε όταν σταμάτησε να εξελίσσεται.

Οι πρώτες επιλογές του, η ταύτιση με τις «λαϊκές εξεγέρσεις» θεωρούνται περίπου αυτονόητες – ενώ, όμως, προσπαθεί να διαφοροποιήσει το κόμμα του από τη βία του Δεκεμβρίου του 2008, τη Marfin και την οργή των Αγανακτισμένων, δεν επιχειρεί άνοιγμα στα πρόσωπα και το κεντροαριστερό ακροατήριο που σήμερα ενδεχομένως διεκδικεί. Δεν αναφέρεται στη δήλωση Κύρκου στα «ΝΕΑ» για τα γεγονότα του ’08, κάνει αυτοκριτική για το «Ολαντρέου», όχι όμως για τη σύγκριση Γ. Παπανδρέου και Πινοτσέτ, δεν σχολιάζει τις κατηγορίες για λαϊκισμό ούτε τους προπηλακισμούς των στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Για τη διαδρομή του πριν αναλάβει την εξουσία, μόνο δύο αναφορές είναι φρέσκες: η αλλαγή Παπανδρέου εν πτήσει το 2011 ως επιταγή όσων «αισθάνονται μόνιμοι ιδιοκτήτες της χώρας» και οι ευθύνες στην κυβέρνηση της ΝΔ, που αργότερα αποκαλεί «κυβέρνηση Καραμανλή», για τη δημοσιονομική τρύπα.

Το βιβλίο απευθύνεται καθαρά στο ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ του 2019, σε μια προσπάθεια του συγγραφέα να εξηγήσει γιατί έχασαν τότε τις εκλογές και γιατί ξαναέχασαν το 2023.

Οι τρανταχτές περιπτώσεις

Η υπόθεση Novartis μετέτρεψε τους αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ «από θύτες σε θύματα». Στις τηλεοπτικές άδειες αναλαμβάνει την ευθύνη («η ιδέα ότι μπορούσαμε να κλείσουμε ένα μεγάλο κανάλι και να βρεθούν εκατοντάδες στον δρόμο ούτε που περνούσε από το μυαλό μου»), αλλά «δείχνει» προς τον Νίκο Παππά για τη διαχείριση της υπόθεσης Καλογρίτσα, για την οποία καταδικάστηκε, κυρίως γιατί δεν προσφέρθηκε να βγει από το βασικό κάδρο προστατεύοντας το κόμμα του. Περιγράφει τα μπρος – πίσω του Παύλου Πολάκη για τα ομόφυλα ζευγάρια (κάθισε πίσω από μια κολόνα για να ψηφίσει, να μην τον παίρνει η κάμερα), τις απειλές για το ψηφοδέλτιο των Χανίων, την «εκτός γραμμής» θέση του για τους εμβολιασμούς, αλλά και τον τρόπο που γλίτωσε τη διαγραφή, λόγω Τεμπών, μετά τις διαδικτυακές απειλές σε δημοσιογράφους και δικαστικούς. Στην πραγματικότητα, γράφει για μια πορεία σταδιακής κομματικής σήψης: ο ΣΥΡΙΖΑ μετατράπηκε σε «τσακισμένο σκαρί» όταν ξεκίνησε μια σύγκρουση προσωπικών φιλοδοξιών, ύφους και κουλτούρας μεταξύ στελεχών της «Ομπρέλας», όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος («Αν θέλετε να υπονομεύσετε το κόμμα, πείτε το καθαρά», είπε κάποια στιγμή εκνευρισμένος ο Τσίπρας στον Ανδρέα Ξανθό), και της ομάδας Παππά – Πολάκη, που στο τέλος «πλήρωνε το κόμμα και ο Πρόεδρός του». Αντιθέτως, αφαιρεί από τον Γιώργο Κατρούγκαλο λίγο από το άγος που του φόρτωσαν οι σύντροφοί του πριν από τις εκλογές του 2023, για το «λάθος» ως προς το Ασφαλιστικό: «Είναι λάθος να μετατρέψουμε ένα πρόσωπο σε αποδιοπομπαίο τράγο», γιατί το πρόβλημα ήταν βαθύτερο.

«Σκόνταψα στα… μικρά»

Εφταιγε πουθενά ο καπετάνιος; Ο Τσίπρας καταλογίζει στον εαυτό του υπερβολική ανοχή σε «απαράδεκτες συμπεριφορές» και αναποφασιστικότητα: «Στάθηκα όρθιος στις διεθνείς πιέσεις (…) “σκόνταψα στα μικρά του κόμματος”», σχολιάζει. Ολες τις ευθύνες; Οχι. Με μια αίσθηση υπεροχής απέναντι στα στελέχη που έμειναν πίσω όταν παραιτήθηκε, περιγράφει τον τρόπο που επέλεξε να κατευθύνει τις εξελίξεις – την πρόταση, για παράδειγμα, στην Εφη Αχτσιόγλου, που του ανέφερε ότι «ένιωθε ανέτοιμη» και πως είχε μικρό παιδί, αλλά εκείνος θεωρεί πως πίστευε ότι «παίρνοντας αποστάσεις, θα μπορούσε να υπερβεί τα προβλήματα (…) Υποτίμησε τη σημασία της δικής μου στήριξης». Οταν δεν τα κατάφερε, αποτραβήχτηκε, να τα βγάλουν πέρα με τον «τιμωρό με το αγγελικό πρόσωπο» Στέφανο Κασσελάκη. Πέραν των δύο τρανταχτών περιπτώσεων, κανείς μέσα στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ δεν αναφέρεται ονομαστικά. Οσοι όμως ήταν παρόντες στα γεγονότα που περιγράφονται, είναι σαφές πως δεν θεωρούνται άμοιροι ευθυνών.

Ο Βαρουφάκης, το Grexit και η συγκυβέρνηση με τον Καμμένο

  • Το Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης του 2014 ήταν, για τον Τσίπρα, ο «καταλύτης για τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ» και «ο πήχης που ποτέ δεν κατάφερε να υπερβεί».
  • Ηταν η «λογική της καρδιάς» που επέβαλε να στείλει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές, αρνούμενος να ψηφίσει τον Σταύρο Δήμα για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά έκανε καμπάνια φόβου, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ καμπάνια ελπίδας.
  • Τη βραδιά των εκλογών του Ιανουαρίου, ο Τσίπρας είχε δύο ραντεβού στην Κουμουνδούρου: ένα με τον Πάνο Καμμένο και ένα με τον Σταύρο Θεοδωράκη. Η πρώτη συμφωνία «έκλεισε» νωρίς, ενώ η αποτυχία της δεύτερης αποδίδεται σε ένα τυχαίο συναπάντημα του Θεοδωράκη με τον Παναγιώτη Λαφαζάνη: «Τι θες εσύ εδώ; Μην κάνεις τον κόπο, πρόλαβε ο άλλος».
  • Ο Γιάνης Βαρουφάκης ήταν «περισσότερο σελέμπριτι και λιγότερο οικονομολόγος» – «υποτίμησα τον ανθρώπινο παράγοντα», εξομολογείται. Δεν πλήρωσε μόνο αυτή την επιλογή, αλλά μια σειρά ενθουσιασμένων υπουργών που, με τις δηλώσεις τους πριν από το πρώτο υπουργικό συμβούλιο, ανέβασαν ο ένας μετά τον άλλο τα spread.
  • Είχε ξεκαθαρίσει νωρίς στον Βαρουφάκη πως δεν επιδιώκει Grexit. Πιο κοντά στην έξοδο από το ευρώ η Ελλάδα έφτασε μέσα στο καλοκαίρι, στις 17 ώρες διαπραγμάτευσης, τις δύο φορές που ο Τσίπρας έφυγε από την αίθουσα λόγω των όρων του Υπερταμείου.
  • «Ποτέ δεν συμμερίστηκα τους φόβους της Αριστεράς για τις διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας (…) Τα δημοψηφίσματα είναι σκληρά και πολωτικά, αλλά και λυτρωτικά», λέει ο Τσίπρας. Ειδικά αυτό του 2015, λέει πως δεν ήταν η πρώτη του επιλογή, πως το κήρυξε για να το κερδίσει και πως γνώριζε ότι υπήρχε πιθανότητα οι θεσμοί να γίνουν πιο επιθετικοί. Η πρώτη κίνηση, μετά το αποτέλεσμα, ήταν η αντικατάσταση του Βαρουφάκη από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο.
  • Στο γεύμα για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η Φώφη Γεννηματά και ο Σταύρος Θεοδωράκης ρωτούσαν «ξανά και ξανά» αν θα προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές. «Δεν μπορούσα να απαντήσω ευθέως (…) αρκέστηκα να τους πω πως αναζητούσαμε τρόπους για τη διεύρυνση της πλειοψηφίας». Η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν ξέχασε πως «τους κορόιδεψε».
  • Η διαχείριση της (προέδρου της Βουλής) Ζωής Κωνσταντοπούλου στην υπογραφή του τρίτου μνημονίου ήταν «από τις πλέον επώδυνες εμπειρίες». Οπως περιγράφει

    ο Τσίπρας, «εξελίχθηκαν γεγονότα που προσβάλλουν κάθε έννοια σοβαρότητας (…) Δυστυχώς η πολιτική και η Αριστερά μαγνητίζουν τους νάρκισσους όπως το φως τα έντομα».

  • Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, ο Πάνος Καμμένος «εμφανίστηκε στα Προπύλαια χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν (…) ανέβηκε στην εξέδρα και με αγκάλιασε». Αυτό ήταν, λέει ο Τσίπρας, το πρόσχημα για τη Γεννηματά να αρνηθεί τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση σε μεταξύ τους συνομιλία εκείνο το βράδυ.

H Marfin, οι Αγανακτισμένοι και η υπόθεση Novartis

  • Τον Δεκέμβριο του 2008, με εκείνον στο τιμόνι του ΣΥΝ, ο ΣΥΡΙΖΑ «επιχείρησε να διαχωρίσει τη θέση του από τα φαινόμενα βίας, αλλά χωρίς να αποκηρύξει τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας». Η «σχέση ειλικρίνειας» που αναπτύχθηκε με τον Προκόπη Παυλόπουλο, που αργότερα προτάθηκε για Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ξεκίνησε τότε.
  • Η σύγκρουση με τον Αλαβάνο ήρθε όταν ο Τσίπρας κατάλαβε πως «η παραίτησή του ήταν ελιγμός για να απαλλαγεί από το κόμμα που θεωρούσε βαρίδι». Στις εκλογές του 2009, στον ΣΥΡΙΖΑ είχαν γίνει «νούμερο επιθεώρησης».
  • Η Marfin «τραυμάτισε ηθικά το μαζικό κίνημα» στις αρχές της κρίσης, αλλά «έγινε εργαλείο» στα χέρια όσων ήθελαν να το ταυτίσουν με την ανομία.
  • Μία μέρα πριν από την αποχώρηση της Ανανεωτικής Πτέρυγας, το 2010, ο Φώτης Κουβέλης τον είχε διαβεβαιώσει πως δεν επιθυμούσε τη διάσπαση – αργότερα, αποκαλεί τη ΔΗΜΑΡ «αριστερό άλλοθι» στην τρικομματική του 2012.
  • Η κοινοβουλευτική παρουσία Τσίπρα «συντονίστηκε» με τη «διογκούμενη αντίδραση στα μνημόνια». Ο ΣΥΡΙΖΑ οργάνωσε την «κάτω πλατεία» των Αγανακτισμένων, για να δώσει «βάθος και κατεύθυνση». Οι ακραίες προκλήσεις στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου έγιναν από «ακροδεξιές ομάδες», ενώ η κατάσταση άγριας λιτότητας είχε φέρει την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ «αντιμέτωπη με την λαϊκή οργή».
  • Ξεπατίκωσε το «Ολαντρέου» από τον Μελανσόν, αλλά «αν διέθετε τότε μεγαλύτερη εμπειρία, θα το είχε αποφύγει».
  • Μετά τις εκλογές του 2012, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν έτυχε της υποδοχής που περίμενε από την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, κάποιοι εξ αυτών όμως εξελίχθηκαν σε συμμάχους το 2015.
  • Ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες ήταν «επιδεικτικά επιθετική διαδικασία», αλλά η «οργή δεν είναι καλός σύμβουλος». Στην υπόθεση Novartis «πείστηκε από την άποψη της πλειοψηφίας των συνεργατών του» και η κυβέρνηση δεν προχώρησε σε κανονικές Προανακριτικές για τους έντεκα – θέλησε να αποφύγει την εικόνα της πολιτικής δίωξης, όμως οι έντεκα κάλπες έκαναν ακριβώς αυτό.
  • Η τραγωδία στο Μάτι ήταν «προσωπική συντριβή», η πιο «σκοτεινή δοκιμασία» της κυβέρνησης. Στο Κέντρο Επιχειρήσεων «κανείς δεν φαινόταν να έχει ολοκληρωμένη και ξεκάθαρη εικόνα».
  • Οι εσωκομματικοί τριγμοί, η σύγκρουση της «Ομπρέλας» και των αντιπάλων της, η αντίδραση στη διεύρυνση και ο αστάθμητος παράγοντας Παύλος Πολάκης έδιναν μια εικόνα μάχης χαρακωμάτων και ξεχαρβαλώματος και πριν και μετά τις εκλογές του 2019.
  • Μετά την πρώτη ήττα του 2023, πρότεινε στην Εφη Αχτσιόγλου να αναλάβει την ηγεσία ως υποψήφια πρωθυπουργός, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου, πρότεινε στον Αλέξη Χαρίτση να είναι υποψήφιος πρόεδρος – αρνήθηκε κι αυτός.

Η εξουσία, η κριτική και η απολογία που λείπει

Αν υπάρχει μια ανάγκη που διατρέχει όλη την «Ιθάκη» του Αλέξη Τσίπρα, είναι αυτή του συγγραφέα του να κάνει απολύτως σαφές πως η Ελλάδα που παρέδωσε ήταν καλύτερη από αυτήν που παρέλαβε. Η μαρτυρία και η εξονυχιστική λεπτομέρεια με την οποία περιγράφονται τα αισθήματά του όλη την περίοδο του πρώτου εξαμήνου που βρέθηκε στην εξουσία δείχνει πως εκείνος γνωρίζει ότι το βασικό «αγκάθι» σε αυτό το αφήγημα είναι τα γεγονότα εκείνης της εποχής. Ο Τσίπρας παρουσιάζεται ως πολιτικός που δεν είναι σαν τους προηγούμενους – στο τέλος, ωστόσο, και εκείνος βρίσκεται να υπογράφει μια συμφωνία για πρόγραμμα λιτότητας που λίγο θυμίζει το πρόγραμμα που είχε παρουσιάσει στη ΔΕΘ πριν από λίγους μόνο μήνες.

Τόσο εκείνος όσο και το υπουργικό του συμβούλιο δεν είχαν ξαναβρεθεί σε θέση εξουσίας – και αν η αμηχανία του την πρώτη μέρα, σε ένα άδειο Μέγαρο Μαξίμου, μπροστά σε μια μακαρονάδα με κιμά, δείχνει πώς έβλεπε ο Τσίπρας τη θέση που είχε μόλις κερδίσει στις εκλογές, οι δηλώσεις των στελεχών και των υπουργών του, απολύτως συνεπείς με την πολιτική τους διαδρομή, δημιουργούσαν προβλήματα εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Ο τρόπος, για παράδειγμα, που ο Τσίπρας περιγράφει τον Παναγιώτη Λαφαζάνη είναι unfair – ο τότε υπουργός ορίστηκε στη θέση του από τον ίδιο (πρώην) πρωθυπουργό (που τον άκουσε να προτείνει έλεγχο των βασικών κρίκων του κράτους και μετάβαση σε εθνικό νόμισμα λίγο πριν από τη δημόσια ανακοίνωση του δημοψηφίσματος). Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, σχολιάζει: «Για μερικούς συντρόφους μου είχα πάντα την απορία αν αντιλαμβάνονταν έστω και στοιχειωδώς την κατάσταση. Ο Λαφαζάνης ήταν ένας από αυτούς». Δεν είναι ο μόνος που περιγράφεται ως γραφικός, ειδικά στο ταξίδι στην Μόσχα και στην προσφώνηση «σύντροφε πρωθυπουργέ» στον Μεντβέντεφ –ακόμα κι αν, λίγο καιρό αργότερα, και ο ίδιος ο Τσίπρας υπέπεσε στον πειρασμό του αριστερού ρομαντισμού στην όχθη του Νέβα. Ο πρώην πρωθυπουργός είναι αιχμηρός όχι μόνο με όσους απείλησαν το 2015 την κυβερνητική συνοχή του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με όσους έφυγαν μετά τη «συνθηκολόγηση»: «Θέμα συνείδησης η φυγή, που είπε κάποιος αργότερα. Θέμα συνείδησης και το πείσμα της παραμονής».

Ευρώ, η νέα Μεγάλη Ιδέα

«Είμαι», λέει ο Τσίπρας για τον εαυτό του, «ερασιτέχνης της πολιτικής», προτιμώντας να ακούει το σχόλιο «τουλάχιστον αυτός προσπάθησε μέχρι τέλους». Οι περιγραφές του για την πορεία της διαπραγμάτευσης είναι και ανθρώπινες – το σφύριγμα ενός παλιού ρεμπέτικου για να μην το βάλει κάτω στους διαδρόμους της Κομισιόν είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική. Σε αυτό το πλαίσιο βάζει και το δημοψήφισμα, στο οποίο επιμένει πως «δεν μετακινήθηκε ούτε χιλιοστό από τη θέση του» υπέρ του ευρώ – και ας σχολιάζει πως «δυστυχώς, ο Σημίτης είχε μετατρέψει την ένταξη στο ευρώ σε μια νέα Μεγάλη Ιδέα. Και η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας, καλώς ή κακώς, είχε πειστεί πως πρόκειται για μια μεγάλη εθνική επιτυχία».

Για «να πάρουν τη ρεβάνς»

Στην κριτική του για τους πολιτικούς του αντιπάλους, που περιγράφει ως «βάστα Σόιμπλε», επικεντρώνεται κυρίως στη ΝΔ, όμως η αίσθηση της ανωτερότητας διατρέχει και τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται και για τους υπόλοιπους. Διατείνεται πως ο Σταύρος Θεοδωράκης πολύ πιθανόν να μην μπήκε στην κυβέρνηση τον Ιανουάριο λόγω μιας φράσης που άκουσε σε έναν όροφο, ενώ χαρακτηρίζει «προσχηματική» την άρνηση της Φώφης Γεννηματά να μη δεχτεί ούτε νύξη να μπει στην κυβέρνηση τον Σεπτέμβριο λόγω Καμμένου – τους αποδίδει ανάγκη «να πάρουν τη ρεβάνς» όταν αρνήθηκαν να ψηφίσουν την απλή αναλογική. «Ηρθαν να μου πουν τα παράπονά τους που έχασαν» λέει για τη στάση τους στο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών. Χωρίς ωστόσο την ψήφο τους, κανένα πρόγραμμα διάσωσης δεν θα είχε υπερψηφιστεί τον Αύγουστο. Για ένα πράγμα όχι απλώς δεν απολογείται, αλλά αιτιολογεί: τη διπλή συνεργασία με τον Πάνο Καμμένο μέχρι τη Συμφωνία των Πρεσπών.