«Ανεπαρκή τα μέτρα προστασίας γυναικών που κινδυνεύουν»

«Ιδιαιτέρως ανησυχητικούς» χαρακτηρίζει τους αριθμούς μιλώντας στα «ΝΕΑ» η Αννα Βουγιούκα, κοινωνική επιστήμων  – ερευνήτρια στο Κέντρο Διοτίμα, τονίζοντας ότι «ο αριθμός των γυναικοκτονιών συνεχίζει να είναι τόσο υψηλός» και πως αυτό δείχνει ότι «δεν είναι επαρκή τα μέτρα πρόληψης και προστασίας των γυναικών που κινδυνεύουν». Υπογραμμίζει ακόμη ότι «έχει ενταθεί σημαντικά η διαδικτυακή και τεχνολογικά υποβοηθούμενη έμφυλη βία», ενώ καταγράφονται και «νεοσυντηρητικές επιθέσεις κατά των κατακτήσεων του φεμινιστικού κινήματος και της αυτοδιάθεσης των γυναικών».

Σε αυτή τη ζοφερή εικόνα έρχεται να προστεθεί και ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα: το πώς ονομάζουμε και κατανοούμε αυτές τις δολοφονίες. Γιατί, όπως σημειώνει η δικηγόρος Ιωάννα Στεντούμη, «η γυναικοκτονία συνιστά την πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας, την κορύφωση ενός “συνεχούς” βίας που βιώνει το θύμα» και δεν είναι «”έγκλημα πάθους” ή “οικογενειακό δράμα”», αφού τέτοιες έννοιες «συγκαλύπτουν το έγκλημα και τις πραγματικές του αιτίες».

Οπως εξηγεί, «το κίνητρο είναι αυτό που τη διαφοροποιεί», καθώς πρόκειται για ανθρωποκτονίες που τελούνται ως «τιμωρία του θύματος… επειδή τόλμησε να δείξει “ανυπακοή” στην ανδρική εξουσία». Γι’ αυτό και υπογραμμίζει ότι «η σωστή εννοιολογική αποτύπωση του εγκλήματος βοηθάει να γίνει αυτό “ορατό”… και να καταγράφεται ξεχωριστά», επισημαίνοντας πως η «νομική και θεσμική αναγνώριση του όρου είναι επιτακτική».

Παράλληλα, αναδεικνύει και ένα ακόμη πρόβλημα στην πράξη: «οι γυναίκες που καταγγέλλουν έμφυλη βία υφίστανται δευτερογενή θυματοποίηση», καθώς οι Αρχές συχνά στερούνται «εξειδίκευσης… και εργαλείων αξιολόγησης κινδύνου». Γι’ αυτό, καταλήγει, η πολιτεία οφείλει «να εντάξει άμεσα την έννοια της γυναικοκτονίας στον Ποινικό Κώδικα» και «να προχωρήσει σε συστηματική εκπαίδευση των Αρχών», ώστε η προστασία να μην είναι θεωρητική αλλά πραγματική.

Οι προκλήσεις

Η υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας Δόμνα Μιχαηλίδου, μιλώντας στα «ΝΕΑ», υπογραμμίζει τη σοβαρότητα του φαινομένου και τη σημασία της κρατικής παρέμβασης, θέτοντας στο επίκεντρο τόσο τις ζωές των γυναικών που ζητούν βοήθεια όσο και τις προσπάθειες ενίσχυσης των μηχανισμών προστασίας.

«Η 25η Νοεμβρίου είναι μια μέρα που μας υπενθυμίζει ότι η έμφυλη και ενδοοικογενειακή βία δεν είναι ιδιωτική υπόθεση, αλλά μία από τις πιο σκληρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η βία κατά των γυναικών εξακολουθεί να απειλεί ζωές, να συνθλίβει οικογένειες και να τραυματίζει την κοινωνική συνοχή. Στη χώρα μας κάθε χρόνο χιλιάδες γυναίκες ζητούν βοήθεια μέσα από τα Συμβουλευτικά Κέντρα, τους Ξενώνες Φιλοξενίας και τη Γραμμή SOS 15900. Καμία από αυτές δεν είναι αριθμός. Είναι άνθρωποι που βρήκαν ασφάλεια, συχνά μέσα από τις πιο σκοτεινές διαδρομές της ζωής τους.

Η Ελλάδα ενισχύει σταθερά το πλαίσιο προστασίας: από τη διεύρυνση των υπηρεσιών, όπως το Panic Button, μέχρι τη συστηματική καταγραφή της έμφυλης βίας μέσα από την Ετήσια Εκθεση της Γενικής Γραμματείας Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η ευθυγράμμιση με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και οι πρόσφατες θεσμικές αλλαγές αποδεικνύουν ότι η αντιμετώπιση της βίας αποτελεί κεντρική πολιτική προτεραιότητα. Στη Ρώμη, όπου εκπροσώπησα την Ελλάδα σε διεθνή διάσκεψη για τις γυναικοκτονίες, φάνηκε καθαρά ότι οι προκλήσεις είναι κοινές σε όλη την Ευρώπη. Η χώρα μας έχει να επιδείξει σημαντική πρόοδο, αλλά έχει και την αποφασιστικότητα να συνεχίσει. Καμία γυναίκα δεν πρέπει να σιωπά. Και καμία δεν θα μείνει αβοήθητη».

Η πραγματικότητα

Την πραγματικότητα πίσω από τους αριθμούς περιγράφουν στα «ΝΕΑ» δύο γυναίκες που βρίσκονται καθημερινά δίπλα σε επιζώσες. Η Νατάσα Κεφαλληνού, υπεύθυνη επικοινωνίας του Κέντρου Διοτίμα, σημειώνει ότι «το Κέντρο Διοτίμα υποστήριξε, κατά τα έτη 2024-25 (μέχρι Οκτώβριο), 1.256 γυναίκες με περιορισμένους οικονομικούς και κοινωνικούς πόρους», οι περισσότερες από τις οποίες αντιμετώπισαν «ενδοοικογενειακή βία από συζύγους ή συντρόφους». Οπως εξηγεί, οι γυναίκες βίωναν «ψυχολογική και λεκτική βία, η οποία συχνά κλιμακωνόταν σε σωματική», ενώ στις μεγαλύτερες ηλικίες η οικονομική βία ήταν «πολύ συχνή» και για τις πρόσφυγες κυριαρχούσαν «η σωματική βία, η ψυχολογική κακοποίηση και η σεξουαλική βία (βιασμός)». Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι η φυγή είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς τα θύματα αντιμετωπίζουν φόβο, οικονομική εξάρτηση, κοινωνική πίεση, ακόμα και «αποθάρρυνση από τις αστυνομικές Αρχές», γι’ αυτό και «η φυγή σε καμία περίπτωση δεν είναι μια απλή προσωπική επιλογή».

Από την πλευρά της, η Αννα Βουγιούκα, κοινωνική επιστήμων – ερευνήτρια στο Κέντρο Διοτίμα, τονίζει ότι «η πολιτεία υστερεί σε σχέση με την πρωτογενή πρόληψη της βίας» και δεν υλοποιεί «προγράμματα μακράς πνοής» ή «εκστρατείες ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης», ενώ αρνείται να εντάξει τη «Συμπεριληπτική Ολοκληρωμένη Σεξουαλική Εκπαίδευση» στο σχολείο, παρά την «αδιαμφισβήτητη» θετική επίδρασή της. Επιπλέον, επισημαίνει ότι η πολιτεία «δεν υποστηρίζει με κανέναν τρόπο τις γυναικείες και φεμινιστικές μη κυβερνητικές οργανώσεις» που καλύπτουν κρίσιμα κενά. Και προσθέτει ότι «μας ανησυχούν η αντίσταση στις πολιτικές για την έμφυλη ισότητα… και οι ομο/τρανσφοβικές επιθέσεις», ενώ καταγράφεται και «σημαντική ένταση της διαδικτυακής και τεχνολογικά υποβοηθούμενης έμφυλης βίας», μια «σκοτεινή προέκταση της έμφυλης βίας στον φυσικό κόσμο».

Τη φετινή 25η Νοεμβρίου, Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Εμφυλης Βίας, το Κέντρο Διοτίμα την αφιερώνει στις ηλικιωμένες επιζώσες έμφυλης βίας. Οπως τονίζει η Ν. Κεφαλληνού, «η ενδοοικογενειακή βία είναι μια σκληρή πραγματικότητα για μεγάλο ποσοστό μεγαλύτερων γυναικών στην Ελλάδα: σχεδόν 1 στις 3 γυναίκες άνω των 65 ετών έχει υποστεί κάποια μορφή έμφυλης βίας και 1 στις 3 έχει βιώσει ψυχολογική βία, με δράστη τον σύζυγο/σύντροφο.

Συχνά η βία είναι χρόνια, ενίοτε και ανθρωποκτόνα. Το 38% των γυναικοκτονιών που συντελέστηκαν μεταξύ 2021-2023 στη χώρα μας είχε θύματα γυναίκες 65 ετών και άνω, σύμφωνα με επεξεργασία στοιχείων από τις ετήσιες εκθέσεις της ΕΛ.ΑΣ. Παρ’ όλα αυτά, μόλις 1 στις 10 γυναίκες από όσες απευθύνθηκαν στα Συμβουλευτικά Κέντρα της Γενικής Γραμματείας Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 2024 ήταν άνω των 60 ετών».