
Ξυλοδαρμοί, βρισιές, άγριες συμπεριφορές, σπρωξίματα, ακόμη και χρήση μαχαιριών καταγράφονται όλο και συχνότερα ανάμεσα σε ανηλίκους, μέσα και έξω από σχολεία, αλλά και σε πλατείες γειτονιών σε όλη τη χώρα. Το φαινόμενο της βίας μεταξύ νέων εξαπλώνεται σαν σιωπηλή φωτιά και απειλεί να γίνει καθημερινότητα για πολλές οικογένειες. Τις τελευταίες ημέρες δύο περιστατικά ανέδειξαν το μέγεθος του προβλήματος. Στην Πάτρα, μια παρέα ανηλίκων κατέληξε σε άγρια συμπλοκή: ένας 17χρονος επιτέθηκε απρόκλητα σε 16χρονο, χτυπώντας τον επανειλημμένα στο πρόσωπο και στο σώμα. Το θύμα κατέληξε στο νοσοκομείο με αιμορραγία και κακώσεις, ενώ περαστικοί σοκαρίστηκαν βλέποντάς το στο πεζοδρόμιο.
Στον Άλιμο, μέρα μεσημέρι, μέσα στο προαύλιο σχολείου, 17χρονος χτύπησε άγρια έναν 15χρονο με γροθιές και κλωτσιές, μπροστά σε άλλους μαθητές. Ο μικρότερος χρειάστηκε φροντίδα, ενώ ο δράστης συνελήφθη λίγες ώρες αργότερα. Προχθές εξάλλου στην εφημερία του Παίδων «Αγία Σοφία» μεταφέρθηκαν τρία παιδιά τραυματισμένα από συμπλοκές μεταξύ ανηλίκων και άλλο ένα στο Ασκληπιείο της Βούλας, όπως ενημέρωσε ο Μιχάλης Γιαννάκος, πρόεδρος της Ομοσπονδίας εργαζομένων στα νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ).
Οι γονείς εκφράζουν έντονη ανησυχία, λέγοντας πως «δεν νιώθουν ότι τα παιδιά τους είναι ασφαλή ούτε στο σχολείο». Τα δύο αυτά περιστατικά δεν αποτελούν μεμονωμένες εξαιρέσεις· είναι μόνο η κορυφή ενός παγόβουνου που κάθε χρόνο μεγαλώνει. Πρόσφατα, στην Πετρούπολη ένας 16χρονος συνελήφθη έξω από σχολείο καθώς στο χέρι του βρέθηκε μπαλτάς μήκους 29 εκ. – ένα ακόμη ισχυρό σημάδι ότι η βία ανάμεσα στους ανηλίκους αλλάζει μορφή και κλιμακώνεται.
Σοκάρουν τα επίσημα στοιχεία
Τα επίσημα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ. για το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2024-25 αποτυπώνουν μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Παρότι το 2025 καταγράφονται λιγότερες υποθέσεις ανήλικης παραβατικότητας σε σχέση με το 2024 – από 9.496 υποθέσεις το 2024 σε 6.950 το 2025 -, ο αριθμός των ανήλικων δραστών παραμένει εξαιρετικά υψηλός, φτάνοντας τις 10.172, έναντι 11.994 το προηγούμενο έτος. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ τα περιστατικά συνολικά μειώνονται, πολλές υποθέσεις περιλαμβάνουν πολλαπλούς δράστες, με ομάδες ανηλίκων να εμπλέκονται από κοινού σε επιθέσεις ή παραβατικές ενέργειες. Η εικόνα στις κατηγορίες εγκλημάτων είναι ακόμη πιο αποκαλυπτική.
Στις σωματικές βλάβες, την πιο συχνή μορφή βίας μεταξύ ανηλίκων, οι δράστες αυξάνονται από 920 σε 969, παρότι οι υποθέσεις μειώνονται ελάχιστα (587 → 584). Μάλιστα, ορισμένες υποκατηγορίες παρουσιάζουν εντυπωσιακή έκρηξη, όπως οι σωματικές βλάβες εις βάρος αδύναμων ατόμων, που από 107 οι δράστες το 2024 εκτοξεύονται στους 354 το 2025. Ανησυχητική άνοδος παρατηρείται και στα εγκλήματα κατά της ζωής: οι υποθέσεις στην κατηγορία αυτή αυξάνονται (14 → 15), ενώ οι δράστες ανεβαίνουν από 19 σε 23, με τους δράστες σε απόπειρες ανθρωποκτονίας με δόλο να ανεβαίνουν από 14 σε 18.
Οι τάσεις αυτές δείχνουν ότι, παρότι τα συμβάντα δεν πολλαπλασιάζονται θεαματικά, οι πράξεις γίνονται πιο βαριές και πιο επικίνδυνες. Στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, την κατηγορία με τη μεγαλύτερη έκταση, καταγράφεται υποχώρηση στις υποθέσεις από 1.760 σε 1.617, ωστόσο οι αριθμοί παραμένουν εξαιρετικά υψηλοί. Παράλληλα, το 2025 σημειώνεται αύξηση στους δράστες ληστειών – από 245 σε 275 -, γεγονός που δείχνει μεγαλύτερη οργανωμένη δράση ανηλίκων σε ομάδες. Στα σεξουαλικά εγκλήματα, οι υποθέσεις παραμένουν σχεδόν σταθερές (80 → 79), όπως και οι δράστες (107 → 108), γεγονός που δείχνει ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο δεν υποχωρεί, αλλά παραμένει σταθερά προβληματικό.
Τέλος, στην πολύ μεγάλη κατηγορία των ειδικών ποινικών νόμων (ναρκωτικά, ΚΟΚ, όπλα κ.λπ.) καταγράφεται σημαντική μείωση στις υποθέσεις (6.452 → 4.128), ενώ οι δράστες μειώνονται από 7.548 σε 5.898, παραμένοντας όμως σε τεράστιους αριθμούς. Ενδεικτικά, οι παραβάσεις του ΚΟΚ από ανήλικους οδηγούς παραμένουν σταθερά πάνω από 2.400 ετησίως, ενώ εκατοντάδες περιστατικά αφορούν κατοχή ή χρήση όπλων από νέους 14-17 ετών. Συνολικά, τα στοιχεία δείχνουν ότι το πρόβλημα της ανήλικης βίας δεν εξαφανίζεται· απλώς μετασχηματίζεται. Η μείωση των υποθέσεων δεν αντανακλά πραγματική αποκλιμάκωση, καθώς οι ίδιες οι πράξεις γίνονται πιο οργανωμένες και πιο ομαδικές, με μεγαλύτερη σκληρότητα και αυξημένο αριθμό εμπλεκομένων ανά περιστατικό.
«Ολοένα μικρότερα παιδιά και περισσότερα κορίτσια»
Σχολιάζοντας το φαινόμενο της ανήλικης παραβατικότητας, η εκπρόσωπος Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας Κωνσταντία Δημογλίδου επισημαίνει πως πρόκειται για «ένα ζήτημα που δεν πρέπει και δεν είναι πρωτίστως αστυνομικό, αλλά κοινωνικό, και έτσι πρέπει να το προσεγγίζουμε. Προφανώς, όπου διαπράττονται αδικήματα η Αστυνομία παρεμβαίνει, ενώ συνεχίζουμε την ήπια αστυνόμευση με θετικά αποτελέσματα. Πρέπει όμως να γίνει σαφές ότι, παρά την εντύπωση που υπάρχει, η βία μεταξύ ανηλίκων δεν έχει εκραγεί αριθμητικά. Οι απόλυτοι αριθμοί παραμένουν μικροί· απλώς, επειδή ξεκινούν από χαμηλή βάση, λίγα περιστατικά δίνουν την αίσθηση μεγάλης αύξησης.
Υπάρχει ωστόσο σημαντική ποιοτική μεταβολή: περισσότερη σκληρότητα, χρήση αντικειμένων ή αιχμηρών όπλων, καταγραφή και ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα, συμμετοχή ολοένα μικρότερων παιδιών και περισσότερων κοριτσιών. Αυτή η αλλαγή μάς ανησυχεί περισσότερο από τους αριθμούς. Παράλληλα, πρέπει να αποφεύγεται η υπερπροβολή, γιατί η δημόσια συζήτηση συχνά δημιουργεί την εικόνα γενικευμένης κρίσης, κάτι που δεν είναι ακριβές και οδηγεί σε φόβο και στιγματισμό. Και φυσικά η προσπάθεια της πολιτείας χρειάζεται τους γονείς ως συμμάχους, καθώς συχνά διαπιστώνεται αδυναμία να ελέγξουν την κατάσταση, άγνοια του προβλήματος ή ακόμη και υπερβολική υποστήριξη προς τα παραβατικά παιδιά».
Περισσότερα από 2.000 παιδιά τον χρόνο φτάνουν στα Επείγοντα
Ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ, Μιχάλης Γιαννάκος, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, παρουσιάζοντας τα πιο αποκαλυπτικά στοιχεία: Πάνω από 2.000 παιδιά τον χρόνο φτάνουν στα νοσοκομεία λόγω βίας μεταξύ ανηλίκων. 400 από αυτά προέρχονται από σχολεία. Στα δύο παιδιατρικά νοσοκομεία της Αθήνας, «Αγία Σοφία» και «Αγλαΐα Κυριακού», φτάνουν συνολικά περίπου 850 περιστατικά κάθε χρόνο εκ των οποίων τα 200 είναι από συμπλοκές σε σχολεία.
Ο ίδιος δηλώνει χαρακτηριστικά: «Υπάρχει ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα: η βία μεταξύ ανηλίκων, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί σε σχολεία, σε πλατείες, σε φροντιστήρια ή στους δρόμους γύρω από αυτά. Αυτό που προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση είναι πώς είναι δυνατόν να τραυματίζονται παιδιά, σοβαρά ή λιγότερο σοβαρά, από κουκουλοφόρους μέσα στα προαύλια των σχολείων στα διαλείμματα, που τα εκβιάζουν για χρήματα ή για οτιδήποτε άλλο. Είναι ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα και πρέπει να δούμε πώς το κράτος κοινωνικής προστασίας μπορεί να παρέμβει προκειμένου να μειωθεί αυτό το μείζον ζήτημα».
Οι κρυφοί παράγοντες της νεανικής βίας
Η κλινική ψυχολόγος Νάνσυ Παπαθανασίου υπογραμμίζει ότι η ψυχική ανθεκτικότητα των παιδιών δεν είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό, αλλά «μια συνεχής διεργασία» που καλλιεργείται μέσα από την αλληλεπίδραση προσωπικών, οικογενειακών, κοινοτικών και κοινωνικών παραγόντων. Σήμερα, πολλοί και πολλές έφηβοι μεγαλώνουν σε συνθήκες πολλαπλής αντιξοότητας: οικονομική πίεση, κοινωνικές ανισότητες, αίσθημα αδικίας, έλλειψη προοπτικής, ακόμα και ενδοοικογενειακή σύγκρουση, παραμέληση ή έλλειψη υποστήριξης. Σε αυτό το περιβάλλον, οι παράγοντες κινδύνου συνυπάρχουν με τους προστατευτικούς – μια σταθερή οικογένεια, σχέσεις εμπιστοσύνης με ενηλίκους, δομές μέσα στην κοινότητα που «κρατούν» το παιδί όταν το οικογενειακό πλαίσιο δεν επαρκεί.
Η δρ Παπαθανασίου επισημαίνει ότι η βία των ανηλίκων δεν σχετίζεται στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων με ψυχικές διαταραχές, αλλά αποτελεί πολυπαραγοντικό φαινόμενο που δεν αναπτύσσεται «σε κοινωνικό κενό». Η κοινωνία, λέει, έχει υποχρέωση να παρέχει δίκτυα και υποστηρικτικούς θεσμούς εκεί όπου η οικογένεια αδυνατεί. Το σχολείο, ως κρίσιμος θεσμός, οφείλει να επαγρυπνεί και να κατονομάζει με σαφήνεια τη βία, τον εκφοβισμό, αλλά και τις μορφές διάκρισης όπως ο ρατσισμός, η ομοφοβία και η τρανσφοβία. Οταν αυτά τα φαινόμενα «κρύβονται κάτω από το χαλί», δημιουργείται κουλτούρα σιωπής μέσα στην οποία η βία μπορεί να ριζώσει βαθύτερα. Παράλληλα, παρότι η παρουσία ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία είναι βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, παραμένει σοβαρά ανεπαρκής: ένας ειδικός καλείται συχνά να καλύψει δύο ή και τρία σχολεία, με εκατοντάδες μαθητές, κάτι που καθιστά αδύνατη την ουσιαστική και σταθερή παρέμβαση. Η δρ Παπαθανασίου τονίζει πως η πολιτεία πρέπει να δημιουργήσει ένα περιβάλλον όπου τα παιδιά και οι έφηβοι θα νιώθουν ότι χωρούν, ότι αναγνωρίζονται οι ανάγκες τους και ότι υπάρχει πραγματική προοπτική για το μέλλον. Μόνο έτσι μπορεί να ενισχυθεί η ψυχική ανθεκτικότητα και να περιοριστεί η βία· ένα πλαίσιο που, όπως επισημαίνει, σήμερα παραμένει ελλιπές.
