Το Σχίσμα και η βαριά ιστορία δεν θα γεφυρωθούν με κοινό εορτασμό του Πάσχα

Ανατολική Ορθόδοξη και Δυτική Καθολική Εκκλησία, η Ουνία, οι Προτεστάντες, οι Παλαιοημερολογίτες και το «εκκλησιαστικό παιχνίδι εξουσίας» από Ρώμη μέχρι Κωνσταντινούπολη, Ιεροσόλυμα και Μόσχα

Η εικόνα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και του Πάπα της Ρώμης Λέοντα ΙΔ’, να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται σταυρωτά, κατά τα εκκλησιαστικά ειωθότα, είναι από μόνη της δυνατό μήνυμα πως Χριστιανούς και άλλους. Επίσης, η συζήτηση για το ενδεχόμενο κοινού εορτασμού του Πάσχα, για ενότητα των Χριστιανών, σε έναν κόσμο που διψά για ειρήνη, δείχνει πως δεν έχει εκλείψει η λογική. Πολλοί μιλούν για «ιστορικές στιγμές», αλλά δεν είναι τέτοιες, καθώς εδώ και δεκαετίες Οικουμενικός Πατριάρχης και Πάπας συναντώνται συμπροσεύχονται και εύχονται αυτό που αποτελεί στόχο τον οποίο δύσκολα θα μπορούσαν να επιτύχουν. Την άρση του σχίσματος.
Πίσω από τα χαμόγελα υπάρχουν αιώνες καχυποψίας, θεολογικών διαφορών, πολιτικών παιχνιδιών και ωμών παρεμβάσεων.

Για έναν Ορθόδοξο που βλέπει με αποστροφή την εκμετάλλευση της πίστης από εθνικά Πατριαρχεία και νιώθει επίσης άβολα με τον πολιτικό χαρακτήρα της Καθολικής Εκκλησίας, δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις στα καθοριστικής φύσεως ερωτήματα.

Τι είναι αυτό που χώρισε Ανατολή και Δύση, γιατί δεν επουλώθηκε ποτέ πλήρως, και πώς εμποδίζουν την προσέγγιση, Ουνίτες, Παλαιοημερολογίτες, το Βατικανό ως κράτος και η ρωσική αξίωση για «πρωτοκαθεδρία» στην Ορθοδοξία με την υπονόμευση του Οικουμενικού Πατριαρχείου;

Δεν ήταν απλώς μια παρεξήγηση

Τον 11ο αιώνα η επίσημη διάσπαση ανάμεσα στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη σφραγίστηκε με αφορισμούς που αντάλλαξαν ο Πάπας Λέων Θ΄ και ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος το 1054. Δεν ήταν μια «κακή στιγμή». Ήταν η κορύφωση μιας συγκρουσιακής πορείας αιώνων.

Στην Ανατολή κυριαρχούσε η λογική της Πενταρχίας. Πέντε Πατριαρχεία (Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα) με τιμητική πρωτοκαθεδρία της Ρώμης, αλλά μέσα σε ένα πλαίσιο συλλογικότητας. Η Ρώμη, αντίθετα, άρχισε να αντιλαμβάνεται τον Πάπα ως απόλυτη κεφαλή όλων των Εκκλησιών, με δικαιοδοσία πάνω στους υπόλοιπους Πατριάρχες. Η περίφημη «παπική πρωτοκαθεδρία» εξελίχθηκε σε παπική υπερεξουσία και παπική αυθαιρεσία.

Το άλλο μεγάλο σημείο τριβής ήταν το λεγόμενο «filioque». Η Ρώμη πρόσθεσε στο Σύμβολο της Πίστεως ότι το Άγιο Πνεύμα «εκπορεύεται εκ του Πατρός και εκ του Υιού» κάτι που για την Ανατολική Εκκλησία ήταν σημαντική δογματική αλλοίωση, όχι μόνο γιατί τροποποιήθηκε το Σύμβολο της Πίστεως που είχε συμφωνηθεί στη Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, χωρίς νέα οικουμενική συμφωνία, αλλά κυρίως γιατί η Ρώμη άλλαξε την θεολογική κατανόηση της Αγίας Τριάδας. Την περασμένη εβδομάδα, Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και Πάπας Λέων ΙΔ’, βρέθηκαν στην Νίκαια της Βιθυνίας, στη σημερινή Τουρκία, θέλοντας να πιάσουν το νήμα από την στιγμή ενότητας του Χριστιανισμού.

Ως προ τις διαφορές των δυο Εκκλησιών έχουν εμφανιστεί ουκ ολίγα αγκάθια. Διαφορές στην εκκλησιαστική πειθαρχία, στον τρόπο νηστείας, στη χρήση άζυμου ή ένζυμου άρτου, στους έγγαμους ή άγαμους ιερείς … κι σε ένα πολιτισμικό ρήγμα που έχει βαθύνει τόσο που δεν επιτρέπει την γεφύρωση του.

Λατινόφωνη, νομικίστικη, Δυτική Ευρώπη από τη μια. Ελληνόφωνη, θεολογικά πιο «μυστηριακή» Ανατολή από την άλλη.

Η τυπική ρήξη ήρθε το 1054, αλλά το πραγματικό σχίσμα επήλθε έναν αιώνα αργότερα.

Το 1204 «σταυροφόροι» λεηλατούν την Πόλη

Το 1204, η Δ΄ Σταυροφορία αντί να οδηγηθεί στους Αγίους Τόπους, κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη. Οι Λατίνοι σταυροφόροι κατέλαβαν και λεηλάτησαν την πρωτεύουσα της Ορθοδοξίας, εγκαθίδρυσαν Λατινική αυτοκρατορία και μετέτρεψαν την Αγία Σοφία σε καθολικό ναό.

Για τον Ορθόδοξο κόσμο, αυτό δεν ήταν απλώς στρατηγικό λάθος, αλλά ήταν προδοσία. Χριστιανοί της Δύσης σκότωναν χριστιανούς της Ανατολής, βεβήλωναν ιερούς χώρους και άρπαζαν κειμήλια αιώνων. Κανονική ληστεία και πειρατεία με τις «ευλογίες», την χρηματοδότηση και την καθοδήγηση του Πάπα.

Η μνήμη του 1204 παραμένει μέχρι σήμερα μια από τις βαθύτερες πηγές καχυποψίας προς τη Ρώμη.

Όταν λοιπόν σήμερα μιλούμε για κοινό Πάσχα και διάλογο, για έναν Ορθόδοξο δεν είναι απλό να ξεπεράσει αυτά τα γεγονότα με μια φράση του τύπου «περασμένα ξεχασμένα».

Τι μας χωρίζει σήμερα θεολογικά;

Ορθόδοξοι και Καθολικοί έχουμε μια κοινή βάση και είναι οι αποφάσεις των πρώτων επτά Οικουμενικών Συνόδων, η πίστη στην Αγία Τριάδα, στη θεότητα του Χριστού και στα Μυστήρια.

Όμως υπάρχουν και σημαντικές διαφορές που δεν είναι καθόλου διακοσμητικές. Η πιο βασική από όλες, αφορά το ποιος έχει τον πρώτο λόγο στην Εκκλησία. Για τους Καθολικούς, ο Πάπας είναι διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου με καθολική δικαιοδοσία πάνω σε όλους τους Χριστιανούς και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, είναι αλάθητος σε θέματα πίστης και ηθών! Για τους Ορθόδοξους, κανένας Επίσκοπος δεν είναι αλάθητος. Ο Επίσκοπος Ρώμης, για την Ορθοδοξία, είχε όντως ιδιαίτερη τιμή στην αρχαία Εκκλησία, αλλά όχι εξουσία πάνω στις άλλες τοπικές Εκκλησίες, γιατί κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να βρίσκεται πάνω από τη Σύνοδο.

Διαφορετική όμως είναι και η κατανόηση της παράδοσης.

Στη Δύση πολύ συχνά η θεολογία συστηματοποιείται με νομικούς όρους, ενώ στην Ανατολή, ο τόνος πέφτει περισσότερο στη λειτουργική εμπειρία και στη συνέχεια της διδαχής των Πατέρων.

Υπάρχουν όμως και θέματα πειθαρχίας. Στους Καθολικούς ο ενοριακός κλήρος στη Δύση είναι υποχρεωτικά άγαμος, ενώ στην Ορθοδοξία ο έγγαμος κλήρος είναι ο κανόνας και ο άγαμος η εξαίρεση.

Στην πράξη σήμερα, τα θέματα αυτά δεν είναι το κύριο εμπόδιο και αυτό που παραμένει στο κέντρο των διαφορών είναι το πώς αντιλαμβάνεται η κάθε Εκκλησία την εξουσία.
Όσο η Ρώμη επιμένει σε ένα πρωτείο με όρους «δικαιοδοσίας» πάνω σε όλους με παραγνώριση της συνοδικότητας, οι Ορθόδοξοι δύσκολα θα δουν την ένωση ως κάτι περισσότερο από ευσεβή πόθο.

Η διάσπαση της Δύσης

Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι η Εκκλησία που ζητούσε από την Ανατολή να υποταχθεί στην ενότητά της, βίωσε η ίδια, δεύτερο σχίσμα.

Τον 16ο αιώνα, ο Μαρτίνος Λούθηρος στη Γερμανία, ο Καλβίνος στην Ελβετία και άλλοι μεταρρυθμιστές, κατήγγειλαν τη διαφθορά του κλήρου, την πώληση συγχωροχαρτιών και την υπερσυγκέντρωση εξουσίας στη Ρώμη. Η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση οδήγησε στη δημιουργία ξεχωριστών Εκκλησιών. Η Καθολική Εκκλησία απάντησε με τη Σύνοδο του Τρέντο και την Αντιμεταρρύθμιση, αλλά η δυτική εκκλησιαστική ενότητα είχε χαθεί.
Για έναν Ορθόδοξο, αυτό επιβεβαιώνει κάτι απλό. Όταν μια Εκκλησία γίνεται υπερσυγκεντρωτική, γραφειοκρατική και πολιτική, η πίεση κάπου θα ξεσπάσει. Η «διάσπαση της Καθολικής Εκκλησίας» δεν είναι ιστορικά μια άνευ σημασίας εξέλιξη και θα έπρεπε να αποτελεί μήνυμα και για ην Ορθοδοξία η οποία από το 2022 έχει διασπαστεί, λόγω του Πατριαρχείου Μόσχας.

Ιερά Εξέταση, Μεσαίωνας και σκοτεινές συμμαχίες

Η Καθολική Εκκλησία δεν έγινε πολιτική μόνο επειδή έχει αποκτήσει ως πόλη – κράτος το Βατικανό. Είχε γίνει πολιτική, πολύ νωρίτερα.

Η Ιερά Εξέταση προκύπτει ήδη από τον 12ο με 13ο αιώνα, ως μηχανισμός εντοπισμού και καταστολής αιρέσεων, κυρίως στη Γαλλία και τη Βόρεια Ιταλία. Οι Ιεροεξεταστές, σε συνεργασία με κοσμικές κρατικές αρχές, ανέλαβαν να «προστατεύσουν» την θρησκεία με μέσα που περιλάμβαναν βασανιστήρια, δημεύσεις περιουσιών και εκτελέσεις.
Η λογική ήταν απλή μεν, τρομακτική δε. Η πίστη αντιμετωπιζόταν σαν θέμα δημόσιας τάξης και ο αιρετικός σαν εχθρός του κράτους. Το αποτέλεσμα ήταν ένας μακρύς Μεσαίωνας με τη σκιά της Ιεράς Εξέτασης να πλανάται πάνω από την Ευρώπη. Κάτι τέτοιο δεν το έζησε η Ανατολική Εκκλησία, η οποία ήταν και παραμένει περισσότερο φιλελεύθερη και ανεκτική από την Δυτική.

Περνώντας στους νεότερους χρόνους, η Ρώμη απέκτησε θεσμική σχέση με αυταρχικά καθεστώτα. Το 1929, με τις Συμφωνίες του Λατερανού, το Βατικανό αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο κράτος και συμφιλιώθηκε με το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι.
Λίγο αργότερα, η Αγία Έδρα συνήψε συμφωνίες και με τη ναζιστική Γερμανία και με το καθεστώς Φράνκο στην Ισπανία, ενώ σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής, καθολικές Επισκοπές, είχαν στενές σχέσεις με στρατιωτικές δικτατορίες.

Οι ιστορικοί διαφωνούν στο πόσο συνειδητή ήταν η συνεργασία, πόσο ήταν ανεκτικότητα μπροστά στον «κομμουνιστικό κίνδυνο» και πόσο φόβος. Όποια ερμηνεία και να δώσει κανείς, δεν αλλάζει το γεγονός. Η Καθολική Εκκλησία λειτούργησε ως παγκόσμιος πολιτικός παίκτης, με συμμαχίες που εκ των υστέρων δύσκολα δικαιολογούνται θεολογικά.
Για έναν Ορθόδοξο, όλα αυτά γεννούν ένα φυσικό σκεπτικισμό απέναντι σε μια Εκκλησία που έχει δικό της στρατό διπλωματών και υπογράφει «κονκορδάτα» (ειδικές συμφωνίες με το Βατικανό) με δικτάτορες.

Ο Δούρειος Ίππος της Ουνίας

Η λέξη «Ουνία» είναι από μόνη της φορτισμένη. Αναφέρεται στις λεγόμενες Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες, οι οποίες διατηρούν την βυζαντινή λειτουργική παράδοση, την εικονογραφία, πολλές φορές ακόμα και την εξωτερική εικόνα μιας Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά υπάγονται στον Πάπα.

Κομβική στιγμή για την Ουνία υπήρξε η Ένωση του Μπρεστ το 1596. Επίσκοποι των ορθόδοξων περιοχών της Ρουθηνίας, στο πλαίσιο της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας, αποδέχθηκαν την υπαγωγή τους στη Ρώμη, διατηρώντας όμως το ανατολοκό Ορθόδοξο τυπικό. Έτσι γεννήθηκε η Ρουθηνική Ελληνοκαθολική Εκκλησία, από την οποία προέκυψε η σημερινή Ελληνόρυθμη Καθολική Εκκλησία.
Η Ρώμη επιχείρησε να παρουσιάσει την Ουνία ως «επανένωση», αλλά για τους Ορθόδοξους ήταν και παραμένει κάτι άλλο. Αποτελεί μια μέθοδο προσηλυτισμού και παραπλάνησης και μια προσπάθεια να τεθεί το ποίμνιο της Ανατολής κάτω από το παπικό πρωτείο, χωρίς να φαίνεται ότι αλλάζει κάτι στην καθημερινή λατρεία.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Ουνία παραμένει μέχρι σήμερα βασικό εμπόδιο στον θεολογικό διάλογο. Το 1993, στην κοινή Επιτροπή Ορθοδόξων και Καθολικών στο Μπαλαμάντ του Λιβάνου, συμφωνήθηκε ρητά ότι η «Ουνία» δεν μπορεί να είναι πλέον αποδεκτή μέθοδος ενότητας. Αναγνωρίστηκε ότι οι Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες έχουν δικαίωμα ύπαρξης, αλλά συμφωνήθηκε ότι η ένωση δεν μπορεί να επιδιώκεται με μεταγραφές ποιμνίων από τη μια Εκκλησία στην άλλη.

Παρά τα κείμενα, όμως, η μνήμη των διωγμών, των πιέσεων και των πολιτικών παρεμβάσεων σε περιοχές όπως η Ουκρανία και η Πολωνία παραμένει βαθύ τραύμα για την Ορθόδοξη πλευρά.

Οι Παλαιοημερολογίτες

Στον Ορθόδοξο κόσμο, δεν χρειάστηκε να μας σπρώξει η Ρώμη για να διασπαστούμε. Τα καταφέραμε και μόνοι μας.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η ανάγκη εναρμόνισης του εκκλησιαστικού με το πολιτικό ημερολόγιο έφερε στο προσκήνιο το λεγόμενο «Νέο» ή Αναθεωρημένο Ιουλιανό ημερολόγιο, το 1923.

Η Εκκλησία της Ελλάδος το υιοθέτησε το 1924. Μια μερίδα κληρικών και πιστών αντέδρασε, θεωρώντας ότι η αλλαγή αποτελεί προδοσία της παράδοσης και «υποχώρηση» προς τον παπισμό και τον προτεσταντισμό.

Έτσι γεννήθηκε το κίνημα των Παλαιοημερολογιτών, που επέμειναν στο παλαιό Ιουλιανό ημερολόγιο. Με τα χρόνια δημιούργησαν παράλληλες ιεραρχίες, δικούς τους «συνοδικούς» θεσμούς, και ήρθαν σε ανοιχτή ρήξη με την επίσημη Εκκλησία.
Πίσω από το ημερολόγιο κρύβονταν και άλλοι φόβοι όπως και θεωρίες συνωμοσίας. Φόβος του λεγόμενου οικουμενισμού, η δυσπιστία προς τις επαφές με τους Καθολικούς και τους Προτεστάντες, η αίσθηση ότι η Εκκλησία παραδίδει «σπιθαμή προς σπιθαμή» την ταυτότητά της και άλλες θεωρίες που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα ακόμη σχίσμα, αυτή τη φορά ενδο-ορθόδοξο, που ταλαιπωρεί μέχρι σήμερα πολλές τοπικές Εκκλησίες.

Βατικανό – κράτος και Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες

Ένα από τα πιο πρακτικά, αλλά και ουσιώδη, σημεία διαφοράς είναι ο τρόπος οργάνωσης των δύο Εκκλησιών.
Η Καθολική Εκκλησία έχει κεντρικό πυρήνα την Αγία Έδρα, που εδρεύει στο Βατικανό. Το Βατικανό δεν είναι απλώς ένας ναός ή ένα προσκύνημα. Είναι κυρίαρχο κράτος, προϊόν της Συνθήκης του Λατερανού το 1929, με δική του διπλωματική υπηρεσία, πρεσβείες (νουντσιατούρες) σε όλο τον κόσμο και καθεστώς παρατηρητή σε διεθνείς οργανισμούς.
Το μοντέλο αυτό δίνει στη Ρώμη τεράστια θεσμική δύναμη, καθώς η φωνή του Πάπα ακούγεται όχι μόνο ως θρησκευτικού ηγέτη, αλλά και ως αρχηγού κράτους. Η Καθολική Εκκλησία μπορεί να διαπραγματεύεται απευθείας με κυβερνήσεις, να κλείνει συμφωνίες και να έχει λόγο σε νομοθεσίες.

Στον Ορθόδοξο κόσμο τα πράγματα είναι πολυκεντρικά. Υπάρχουν αυτοκέφαλες Εκκλησίες (Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Κύπρου, Ελλάδος, Πολωνίας, Αλβανίας, Τσεχίας -Σλοβακίας και πρόσφατα Ουκρανίας) κάθε μια με δική της Σύνοδο, δικό της καταστατικό χάρτη, αλλά κοινή πίστη και μυστήρια.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έχει τιμητική πρωτοκαθεδρία ως «πρώτος μεταξύ ίσων», όχι όμως εξουσία τύπου Πάπα πάνω στις άλλες Εκκλησίες.
Το ορθόδοξο μοντέλο προστατεύει από την συγκέντρωση απόλυτης εξουσίας σε ένα κέντρο, αλλά αυτό έχει το δικό του τίμημα. Εθνικισμοί, τοπικές αντιπαλότητες, πιέσεις από κράτη… όλα βρίσκουν χώρο να διεισδύσουν. Εκεί ακριβώς πατά σήμερα η Μόσχα.

Η «Τρίτη Ρώμη» και η εργαλειοποίηση της Ορθοδοξίας

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, στο ρωσικό χώρο αναπτύχθηκε η ιδέα ότι η Μόσχα αποτελεί τη «Τρίτη Ρώμη». Η πρώτη ήταν η παλαιά Ρώμη και η δεύτερη η Κωνσταντινούπολη. Με την πτώση της Πόλης, η Ρωσία εμφανίστηκε ως νέος θεματοφύλακας της Ορθοδοξίας, αφού οι Έλληνες ήταν υπόδουλοι στους Τούρκους.
Στους νεότερους χρόνους, η Ρωσική Εκκλησία βγήκε από την καταπίεση του σοβιετικού καθεστώτος με βαριά τραύματα, αλλά και με την ευκαιρία να ανασυγκροτηθεί, αλλά η ευκαιρία αυτή μετατράπηκε σε πολιτικό εργαλείο για το Κρεμλίνο.

Η θεωρία του «Ρωσικού Κόσμου» (Russkiy Mir) μιλά για έναν ενιαίο πολιτισμικό και πνευματικό χώρο, στον οποίο η Μόσχα έχει ειδική ευθύνη και αποστολή. Η Εκκλησία ενσωματώνεται σε αυτό το αφήγημα και δίνει στο ρωσικό κράτος μια θεολογική «επικάλυψη» για επεμβάσεις σε γειτονικές χώρες.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ουκρανία. Μετά από δεκαετίες διχασμού και παράλληλων δικαιοδοσιών, το 2019 το Οικουμενικό Πατριαρχείο χορήγησε τόμο Αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας.

Ήταν μια κίνηση εκκλησιαστικά θεμιτή, στη γραμμή της παράδοσης του Φαναρίου, αλλά πολιτικά ενοχλητική για τη Μόσχα, που θεωρούσε την Ουκρανία «αμπελοχώραφο» της.
Η αντίδραση της Ρωσικής Εκκλησίας ήταν βίαιη. Διέκοψε την κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και με όσες Εκκλησίες αναγνώρισαν την ουκρανική αυτοκεφαλία. Παράλληλα, σε Αφρική και αλλού ίδρυσε παράλληλες δομές, αμφισβητώντας ευθέως τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, επειδή τόλμησε να αναγνωρίσει την Εκκλησία της Ουκρανίας.
Όλα αυτά δεν είναι «εκκλησιαστική διαφωνία», αλλά είναι μια προσπάθεια της Μόσχας να ανατρέψει στην πράξη την παραδοσιακή πρωτοκαθεδρία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, για να καταστεί de facto το κέντρο βάρους της Ορθοδοξίας.

Όταν ο Πατριάρχης Μόσχας ευλογεί τον πόλεμο στην Ουκρανία ως «πνευματική μάχη», τότε μιλάμε για εκκλησιαστική στήριξη στην δολοφονία ορθοδόξων και μάλιστα από μουσουλμάνους Τσετσένους και άλλους που επιστράτευσε το Κρεμλίνο. Είναι θεολογικό και πολιτικό έγκλημα. Για έναν Ορθόδοξο που σέβεται την παράδοση της Εκκλησίας, αυτή η ρωσική παρέμβαση είναι αισχρή επειδή μετατρέπει την Ορθοδοξία σε εργαλείο της αυτοκρατορικής πολιτικής του Πούτιν.

Βήματα προόδου, βαριές σκιές

Παρά τα ιστορικά βάρη, έχουν γίνει σημαντικά βήματα προσέγγισης Ορθόδοξων και Καθολικών. Το 1964, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο Πάπας Παύλος Στ’, συναντήθηκαν στα Ιεροσόλυμα. Το 1965 ήρθε η άρση των αφορισμών του 1054 και έκτοτε, λειτουργεί μεικτή θεολογική επιτροπή, γίνονται κοινές δηλώσεις, προσευχές και συναντήσεις σε Κωνσταντινούπολη και Ρώμη.

Στον 21ο αιώνα, οι Πάπες Ιωάννης Παύλος Β΄, Βενέδικτος και Φραγκίσκος είχαν συνεχώς επαφές με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Μίλησαν μαζί για το περιβάλλον, την ειρήνη, την προστασία των χριστιανών της Μέσης Ανατολής και στο επίπεδο των σχέσεων Κωνσταντινούπολης – Ρώμης, η απόσταση έχει μικρύνει.
Ωστόσο, δύο μεγάλα αγκάθια παραμένουν.

Πρώτον, το Παπικό πρωτείο. Η Ρώμη επιχειρεί να το περιγράψει με ηπιότερους όρους, ως πρωτείο αγάπης, αλλά όταν φτάνει η συζήτηση στο πρακτικό «ποιος αποφασίζει τι», ο διάλογος κολλάει.
Δεύτερον, η κληρονομιά της Ουνίας και η πρακτική παρουσία των «Ελληνοκαθολικών» σε παραδοσιακά ορθόδοξες περιοχές, ιδίως στην Ουκρανία.
Υπάρχει και ένα τρίτο, πιο υπόγειο ζήτημα. Πολλοί Ορθόδοξοι φοβούνται ότι το Βατικανό, έχοντας τεράστια εμπειρία στην πολιτική διαπραγμάτευση, μπορεί να εκμεταλλευτεί μια πιθανή προσέγγιση για να ενισχύσει το κύρος του στον χριστιανικό κόσμο, χωρίς ουσιαστικά να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας του.

Κοινό Πάσχα και κοινή μνήμη

Συχνά η συζήτηση για την ενότητα περιορίζεται στην ημερομηνία του Πάσχα. Το να γιορτάζουν Ορθόδοξοι και Καθολικοί την Ανάσταση μαζί, θα είχε αναμφίβολα ισχυρό συμβολισμό. Θα ήταν ένα μήνυμα προς τον κόσμο ότι οι χριστιανοί μπορούν να δώσουν κοινή μαρτυρία.

Όμως, για να φτάσουμε εκεί, δεν αρκεί να συντονιστούν ημερολόγια. Πρέπει να συντονιστούν και μνήμες. Ορθόδοξοι και Καθολικοί κουβαλούν διαφορετικές ιστορικές εμπειρίες. Από τη μια ο 1204, η Ουνία, η Ιερά Εξέταση, τα κονκορδάτα με δικτάτορες και από την άλλη, η δική μας Ορθόδοξη ιστορία με αυτοκρατορικές Εκκλησίες, σιωπές μπροστά σε αυταρχικά καθεστώτα, εθνικισμούς, εσωτερικά σχίσματα.
Για να υπάρξει πραγματική προσέγγιση, χρειάζεται ειλικρινής αυτοκριτική χωρίς ωραιοποιήσεις και χωρίς την εύκολη λύση του «φταίνε οι άλλοι».

Γιατί δεν έχουμε φτάσει στην ένωση;

Αν το δει κανείς επιφανειακά, θα μπορούσε να πει ότι αυτά που μας χωρίζουν είναι λεπτομέρειες. Ορθόδοξοι και Καθολικοί πιστεύουν στον ίδιο Χριστό, βαφτίζονται, κοινωνούν και προσεύχονται με παρόμοιο τρόπο.

Στην πράξη, όμως, υπάρχουν τρία μεγάλα εμπόδια:
•     Πρώτον, η εξουσία. Ποιος αποφασίζει σε τελευταία ανάλυση για το τι είναι σωστή πίστη. Η Ρώμη επιμένει ότι ο Πάπας έχει έναν ρόλο που ξεπερνά την τοπική Σύνοδο. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να δεχθεί μια τέτοια θέση χωρίς να ακυρώσει τον εαυτό της.
•     Δεύτερον, η εμπιστοσύνη. Αιώνες συγκρούσεων, από την κατάκτηση της Πόλης μέχρι τα ενωτικά κινήματα και την Ουνία, έχουν αφήσει βαριά κατάλοιπα. Η Ορθόδοξη πλευρά φοβάται ότι πίσω από κάθε προσέγγιση μπορεί να κρύβεται μια νέα «ένωση Φλωρεντίας», όπου οι ιεράρχες θα υπογράψουν και ο λαός θα αντιδράσει.
•     Τρίτον, οι σημερινές πολιτικές συγκυρίες. Ο κόσμος δεν είναι ουδέτερο πεδίο. Η Ρωσία χρησιμοποιεί την Ορθοδοξία για γεωπολιτικά παιχνίδια. Η Καθολική Εκκλησία κινείται με την ευελιξία ενός παγκόσμιου κράτους.
Οι μικρές Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπως το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τα Πατριαρχεία της Ανατολής και οι Εκκλησίες της Κύπρου και της Ελλάδας, προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις.
Μέσα σε όλα αυτά, η πραγματική ενότητα κινδυνεύει να γίνει είτε ρομαντικό σύνθημα είτε εργαλείο επιρροής.

Η οπτική της Ορθοδοξίας σήμερα

Αν η Ορθόδοξη Εκκλησία σταθεί μπροστά σε αυτήν την ιστορία, χωρίς κόμπλεξ κατωτερότητας απέναντι στη Δύση και χωρίς να γυρίζει το βλέμμα όταν η Μόσχα διασύρει την πίστη, η εικόνα ξεκαθαρίζει.
Η Ρωσική Εκκλησία, με τον τρόπο που ευλόγησε την εισβολή στην Ουκρανία και επιχείρησε να υπονομεύσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο και άλλα ελληνόφωνα Πατριαρχεία, προσβάλλει την ίδια την παράδοση της Ορθοδοξίας, δεν υπερασπίζεται την πίστη και υπηρετεί ένα κράτος που ονειρεύεται να ξαναγίνει αυταρχική αυτοκρατορία.
Η Καθολική Εκκλησία, από την άλλη, κουβαλά ένα βαρύ παρελθόν Ιερών Εξετάσεων, Μεσαίωνα και συμπράξεων με δικτατορίες. Το γεγονός ότι σήμερα προβάλλει ένα πιο «ανθρώπινο πρόσωπο», με έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα και την οικολογική κρίση, δεν διαγράφει εύκολα αιώνες σκοταδισμού και πολιτικών συμφωνιών σε γκρίζο φόντο.

Παρ’ όλα αυτά, ο διάλογος δεν είναι λάθος. Είναι αναγκαίος, όχι ως υποταγή σε έναν υπερ-εκκλησιαστικό «υπερπαπισμό», ούτε ως αιχμαλωσία στην ισχύ της Μόσχας, αλλά ως προσπάθεια να ακουστεί ξανά, χωρίς παραμορφωτικά φίλτρα, η κοινή ευαγγελική απαίτηση, η Εκκλησία να είναι μαρτυρία και όχι μηχανισμός εξουσίας.
Αν ξεχαστεί η πραγματική αποστολή της Εκκλησίας, όποιο Πάσχα κι αν γιορταστεί σε κοινή ημερομηνία, θα είναι απλώς μια ωραία φωτογραφία.

Μέχρι τότε, για τους Ορθόδοξους που νιώθουν αηδία με τις ρωσικές παρεμβάσεις και βαθιά καχυποψία με τις πολιτικές κινήσεις της Ρώμης, το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραμένει σημείο αναφοράς ώστε τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας να αισθάνονται πως δεν είναι προέκταση οποιουδήποτε Κρεμλίνου ή οποιουδήποτε Βατικανού.

Το άρθρο Το Σχίσμα και η βαριά ιστορία δεν θα γεφυρωθούν με κοινό εορτασμό του Πάσχα εμφανίστηκε πρώτα στο Cyprus Times.