
Η ακρίβεια συνεχίζει να «χτυπά» τις τιμές των βασικών αγαθών στην Ελλάδα, με το κρέας να βρίσκεται στο επίκεντρο της ανησυχίας των νοικοκυριών. Το μοσχαρίσιο κρέας, που προορίζεται για το παραδοσιακό γιορτινό τραπέζι, έχει φτάσει σε τιμές που δύσκολα δικαιολογούνται για την καθημερινή κατανάλωση, με το κιλό να εκτοξεύεται στα 20 ευρώ και το φιλέτο να αγγίζει τα 35 ευρώ. Η εξάπλωση της ευλογιάς και η μείωση της παραγωγής από την ελληνική κτηνοτροφία, σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτηση, έχουν οδηγήσει σε δραματική αύξηση των τιμών στα αρνιά, τα κατσίκια και τα πρόβατα. Το χοιρινό, αν και πιο οικονομικό, συνεχίζει να καταγράφει αύξηση, ενώ η «καλύτερη» επιλογή για το τραπέζι φαίνεται να είναι το κοτόπουλο, το οποίο παραμένει σχετικά προσιτό. Οι ανατιμήσεις δεν περιορίζονται μόνο στο κρέας, καθώς και τα παραδοσιακά γλυκά των γιορτών, όπως μελομακάρονα και κουραμπιέδες, κινούνται σε υψηλά επίπεδα, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο το γιορτινό τραπέζι.
Οι τιμές του κρέατος στην Ελλάδα εμφανίζουν συνεχή και σημαντική αύξηση
Η συρρίκνωση του ζωικού κεφαλαίου στην Ελλάδα και την ΕΕ λόγω υψηλού κόστους παραγωγής (ζωοτροφές, ενέργεια), ασθενειών (όπως η ευλογιά των προβάτων) και περιβαλλοντικών περιορισμών. Η μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές, ιδιαίτερα στο βόειο κρέας (η Ελλάδα καλύπτει μόλις το 10-20% των αναγκών της) και η αύξηση της ζήτησης για ορισμένες κατηγορίες (όπως το μοσχάρι) αποτελούν μια δύσκολη συνθήκη για τα νοικοκυριά που είναι αναγκασμένα να βάλουν και πάλι βαθιά το χέρι στην τσέπη.
Αλματώδη αύξηση στο μοσχαρίσιο κρέας
Οι τιμές ποικίλουν ανάλογα με το είδος, την κοπή, την προέλευση (εγχώριο/εισαγωγής), και το σημείο πώλησης (σούπερ μάρκετ/κρεοπωλείο). Στο μοσχάρι η μέση τιμή εκτιμάται ότι μπορεί να φτάσει τα 20 ευρώ το κιλό. Το φιλέτο έχει φτάσει τα 35 €/κιλό.
Οι τιμές του βόειου κρέατος αναμένεται να παραμείνουν υψηλές, αν όχι να αυξηθούν περαιτέρω, λόγω της περιορισμένης εγχώριας παραγωγής και της εξάρτησης από τις εισαγωγές. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ), τα τελευταία χρόνια έχει εγκαταλείψει τον κλάδο περίπου το 6% των παραγωγών, κυρίως νέοι. Αυτό από μόνο του έχει οδηγήσει σε μείωση κατά 8% των εκμεταλλεύσεων που παράγουν ελληνικό βόειο κρέας.
Ανατιμήσεις με διψήφιο ρυθμό
Το κύμα ακρίβειας δεν περιορίζεται στο μοσχαρίσιο κρέας. Η εξάπλωση της ευλογιάς έχει προκαλέσει σημαντικές αυξήσεις και στα αρνιά, τα κατσίκια και τα πρόβατα. Στο σούπερ μάρκετ το αρνί πωλείται από 13,4 ευρώ/κιλό έως 13,79 ευρώ/κιλό, το κατσίκι από 13,9 ευρώ/κιλό έως 14,19 ευρώ/κιλό. Τα πρόβεια παϊδάκια κοστίζουν 11,5–13,5 ευρώ το κιλό. Στα κρεοπωλεία, οι νέες τιμές αποτυπώνονται άμεσα: τα πρόβεια παϊδάκια κοστίζουν 11,5–13,5 ευρώ το κιλό, από 9,5–10,5 ευρώ, ενώ αρνί και κατσίκι φτάνουν πλέον τα 17,00 ευρώ, έναντι 14,50 ευρώ λίγους μήνες νωρίτερα.
Αύξηση σημειώνεται και στα υπόλοιπα είδη κρέατος. Πιο οικονομική επιλογή, αλλά και αυτό έχει αυξηθεί σημαντικά, είναι το χοιρινό που φτάνει τα 9,80 €/κιλό. «Καταφύγιο» για τους καταναλωτές αποτελεί το κοτόπουλο που κινείται μεταξύ 3,7 ευρώ – 7,7 ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τον Νοέμβριο του 2025, οι ανατιμήσεις στα φρέσκα κρέατα τρέχουν με διψήφιο ρυθμό 10,6% σε σχέση με πέρυσι. Σε βάθος τετραετίας η τιμή του μοσχαριού έχει αυξηθεί κατά 54,6%, σημειώνοντας το μεγαλύτερο ποσοστό ανατίμησης στον κλάδο του κρέατος. Το αρνί και το κατσίκι παρουσιάζουν τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση, φτάνοντας το 44%.
Στα 18 ευρώ το κιλό κουραμπιέδες και μελομακάρονα
Μέσα σε ένα γενικευμένο κύμα ακρίβειας οι πρώτες τιμές για τα γλυκά των γιορτών δείχνουν να παραμένουν σταθερές σε σχέση με πέρυσι, αλλά εξακολουθούν να κινούνται σε υψηλά επίπεδα.
Στη αγορά τα μελομακάρονα πωλούνται από 13, 14 μέχρι 18 ευρώ το κιλό, το ίδιο και οι κουραμπιέδες.
Ενδεικτικά, ο μέσος όρος για τα μελομακάρονα αγγίζει τα 16,84 ευρώ το κιλό, ενώ στους κουραμπιέδες τα 17,77 ευρώ το κιλό. Όσον αφορά πιο «εκλεπτυσμένα», ή γλυκά με άλλες γεύσεις, οι τιμές διαμορφώνονται ως εξής: Μελομακάρονα Red Velvet, από 19 ευρώ έως 22 ευρώ το κιλό, ενώ τα τσουρέκια «Dubai» ξεπερνούν τα 20 με 23 ευρώ το κιλό.
Η εκτίναξη των τιμών στις πρώτες ύλες, σε συνδυασμό με τη ραγδαία αύξηση του ενεργειακού κόστους επιβαρύνει σημαντικά το κόστος παραγωγής και προκαλεί αυξήσεις προϊόντων και σε καταστήματα εποχιακών ειδών.