
Το τέλος του κύκλου μείωσης των επιτοκίων είναι πλέον γεγονός. Σε ορισμένες κεντρικές τράπεζες απομένουν μόνο τα τελευταία, μικρά βήματα χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, ενώ άλλες –όπως η Τράπεζα της Ιαπωνίας και της Αυστραλίας– έχουν ήδη περάσει σε κύκλο αυξήσεων.
Οι επενδυτές το έχουν αντιληφθεί πλήρως και αντιδρούν οδηγώντας τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων σε επίπεδα που είχαν να εμφανιστούν εδώ και πάνω από μία δεκαετία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ιαπωνικό δεκαετές ομόλογο, το οποίο έφτασε αυτή την εβδομάδα σε αποδόσεις που δεν είχαν καταγραφεί από το 2007, δηλαδή πριν από την κατάρρευση της Lehman Brothers και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Παράλληλα, ο παγκόσμιος δείκτης κρατικών ομολόγων δεκαετούς διάρκειας που καταρτίζει το Bloomberg κινείται πλέον σε επίπεδα απόδοσης που παραπέμπουν στο 2009, αγγίζοντας υψηλό 16ετίας.
Ο ρόλος της νομισματικής πολιτικής στην αγορά ομολόγων είναι καθοριστικός, καθώς τα βασικά επιτόκια αποτελούν το σημείο αναφοράς για ολόκληρη την καμπύλη αποδόσεων. Το τέλος των μειώσεων λειτουργεί σαν «τσουνάμι» για τη διεθνή αγορά χρέους, με τις αποδόσεις στη λήξη να κινούνται σταθερά ανοδικά.
Το ιαπωνικό δεκαετές άγγιξε το 1,96%, πριν σταθεροποιηθεί ελαφρώς χαμηλότερα, σε ένα περιβάλλον όπου οι αγορές προεξοφλούν δύο αυξήσεις επιτοκίων των 25 μονάδων βάσης εντός του επόμενου έτους.
Το φαινόμενο δεν περιορίζεται στην Ιαπωνία.
Ο παγκόσμιος δείκτης δεκαετών κρατικών ομολόγων του Bloomberg έχει φτάσει στο 3,9%, επίπεδο που είχε να καταγραφεί από το 2009.
Η εικόνα αυτή αντικατοπτρίζει τη γενικευμένη αλλαγή φάσης στη νομισματική πολιτική: οι μειώσεις επιτοκίων εξαντλούνται και τη θέση τους παίρνει μια περίοδος σταθερότητας ή και νέων αυξήσεων, όπως ήδη συμβαίνει σε ορισμένες χώρες.
Σε ένα περιβάλλον όπου η οικονομική ανάπτυξη αποδεικνύεται πιο ανθεκτική από ό,τι αναμενόταν –κάτι που αποτυπώθηκε και στις πρόσφατες προβλέψεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ– οι κεντρικές τράπεζες επιδιώκουν πάση θυσία να αποφύγουν μια νέα αναζωπύρωση του πληθωρισμού. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που διστάζουν να συνεχίσουν τις μειώσεις επιτοκίων.
Παράλληλα, έντονες πιέσεις στις αποδόσεις προκαλεί και η έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας σε μεγάλες οικονομίες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία και –κυρίως– η Ιαπωνία, με τον υψηλότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ παγκοσμίως, βρίσκονται στο μικροσκόπιο των αγορών. Οι λεγόμενοι «τιμωροί των ομολόγων» (bond vigilantes) αυξάνουν τις απαιτήσεις τους όταν κρίνουν ότι η δημοσιονομική πορεία ενός εκδότη επιδεινώνεται, πιέζοντας τις αποδόσεις προς τα πάνω.
Απέναντι σε αυτό το περιβάλλον αυξημένου κόστους δανεισμού, πολλές κυβερνήσεις προσαρμόζουν τη στρατηγική τους.
Επικεντρώνονται σε εκδόσεις βραχυπρόθεσμου χρέους, εκμεταλλευόμενες το γεγονός ότι τα μικρότερα χρονικά διαστήματα εξακολουθούν να προσφέρουν σχετικά χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης σε σχέση με τα δεκαετή ομόλογα.
Πρόκειται, ωστόσο, για λύση με ρίσκο: αν και βραχυπρόθεσμα μειώνει τους τόκους, αυξάνει τη συχνότητα προσφυγής στις αγορές και εκθέτει τα δημόσια οικονομικά σε μελλοντικές αναταράξεις.
H άνοδος των αποδόσεων σηματοδοτεί μια βαθύτερη αλλαγή εποχής.
Το φθηνό χρήμα αποσύρεται και οι αγορές υπενθυμίζουν ότι η βιωσιμότητα του χρέους δεν εξασφαλίζεται με τεχνικές διαχείρισης λήξεων, αλλά με πραγματική βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών.