Πρώτα Χριστούγεννα στην Αυστραλία

Τάσος Κολοκοτρώνης (Μελβούρνη)

Τα πρώτα Χριστούγεννα στην Αυστραλία δεν ήταν για όλους γιορτή. Για πολλούς μετανάστες της δεκαετίας του ’50 ήταν ένας σταθμός ανάμεσα στην αναχώρηση και την απώλεια, μακριά από το σπίτι και τους ανθρώπους τους. Η μαρτυρία του Τάσου Κολοκοτρώνη μάς ταξιδεύει σε εκείνον τον πρώτο, δύσκολο Δεκέμβρη:

«Μετά από αρκετές ταλαιπωρίες στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και τον Πειραιά, τελικά, στις 20 Νοεμβρίου του 1954, αναχωρήσαμε με το πλοίο Κυρήνεια περίπου 600 νέοι, ηλικίας 19 έως 29 χρόνων, μαζί με μερικές οικογένειες και λίγους νιόπαντρους, για τη μακρινή Αυστραλία. Σχεδόν κανένας μας δεν ήξερε πού βρίσκεται η Αυστραλία, πόσο μακριά είναι και πού ακριβώς μας πήγαιναν. Το πλοίο απέπλευσε από τον Πειραιά αργά το απόγευμα και, σε λίγη ώρα, χάθηκαν πίσω μας ο Πειραιάς και τα φώτα του, χωρίς να ξέρουμε αν και πότε θα γυρνούσαμε στην πατρίδα. Οι περισσότεροι από εμάς, όπως κι εγώ, από το 1940 έως το 1949, είχαμε ζήσει και δει από κοντά τρεις πολέμους: τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, τη γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο πόλεμο, που άφησαν βαθιά ψυχικά τραύματα σε όσους τα έζησαν. Έτσι, η αναζήτηση για μια ήρεμη και καλύτερη ζωή σήμαινε να βρούμε ένα μέρος όπου θα μπορούσαμε απλώς να επιβιώσουμε.

Το πρώτο λιμάνι, όπου το πλοίο παρέλαβε και άλλους Έλληνες μετανάστες καθώς και προμήθειες, ήταν το Port Said και στη συνέχεια το Aden και το Colombo για ανεφοδιασμό, πριν ξεκινήσει το μακρινό σκέλος του ταξιδιού, με πρώτο λιμάνι στην Αυστραλία το Fremantle. Βέβαια, το πλοίο αυτό δεν ήταν κρουαζιερόπλοιο πολυτελείας· είχε ναυπηγηθεί το 1911, χρησιμοποιήθηκε σε δύο παγκόσμιους πολέμους και, τελικά, για αρκετά χρόνια μετέφερε μετανάστες, κυρίως προς την Αυστραλία.

Πρώτη στάση ήταν το Fremantle, που δεν ήταν και τόσο εντυπωσιακό. Εκεί μας είπαν ότι ο τελικός προορισμός μας ήταν το Σίδνεϊ. Δεύτερη στάση ήταν η Μελβούρνη, όπου αποβιβάστηκαν λίγοι, όμως μείναμε όλη την ημέρα, μέχρι αργά. Η Μελβούρνη εντυπωσίασε πολλούς από εμάς και μας γεννήθηκε η επιθυμία να επιστρέψουμε κάποια στιγμή.

Η είσοδος στο λιμάνι του Σίδνεϊ ήταν τόσο εντυπωσιακή, με τα φωταγωγημένα κτήρια, που για αρκετή ώρα νομίζαμε πως είχαμε φτάσει στον παράδεισο. Μέχρι τη στιγμή που το πλοίο αγκυροβόλησε και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε, κατευθείαν μέσα σε διώροφα λεωφορεία, τα οποία μας μετέφεραν σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό. Από εκεί, επιβιβαστήκαμε σε αμαξοστοιχία που μας μετέφερε στο Κέντρο Μεταναστών της Γρέτα (Greta, NSW) 185 χιλιόμετρα βόρεια από το Σίδνεϊ.

Στη Γκρέτα φτάσαμε μετά τα μεσάνυχτα και, στη συνέχεια, με λεωφορεία, σε μικρή απόσταση, οδηγηθήκαμε στον τελικό μας προορισμό, έναν παλιό στρατώνα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί φιλοξενούνταν ήδη χιλιάδες άλλοι μετανάστες, κυρίως από τα ανατολικά κράτη της Ευρώπης, οι περισσότεροι από τους οποίους έμεναν μόνιμα και εργάζονταν στα κοντινά εργοστάσια του Newcastle.

Το πρωί είδαμε τα δωμάτιά μας. Ήταν μικρά, με δύο κρεβάτια, μία ντουλάπα και ένα τραπεζάκι — και τίποτα άλλο. Ήταν Δεκέμβρης και η θερμοκρασία έφτανε τους 40+ βαθμούς Κελσίου, ενώ οι μύγες ήταν σύννεφο. Κανένας αρμόδιος δεν μας είχε ενημερώσει για τις συνθήκες που επικρατούσαν στο κέντρο. Μερικοί, που είχαν δύο παντελόνια, έκοβαν το ένα και το έκαναν σορτς.

Μάθαμε ότι το χωριό, η Γκρέτα, απείχε μόλις τρία χιλιόμετρα από το κέντρο, με μερικά σπίτια και λίγα μαγαζιά. Το κέντρο βρισκόταν κοντά σε μία βουνοπλαγιά με χαμηλή βλάστηση και χιλιάδες κουνέλια, που έμπαιναν ακόμη και μέσα στο κέντρο για τροφή. Απέναντι από το κέντρο υπήρχε μία φάρμα με μία λιμνούλα για να πίνουν νερό τα ζώα. Εκεί κάναμε και μπάνιο στα λασπόνερα, τάχα για να δροσιστούμε.

Φωτογραφία του 1954. Λίγο πριν φύγω για την Αυστραλία.

Τα Χριστούγεννα οι αρχές εκεί οργάνωσαν γιορτή για όλους μας, όμως τη γιορτή των Χριστουγέννων την χάρηκαν περισσότερο οι οικογένειες με τα παιδιά τους. Για εμένα, ιδιαίτερα, πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, όπως και η Πρωτοχρονιά. Φεύγοντας από το σπίτι είχα αφήσει τη μητέρα μου άρρωστη, να τη φροντίζει η αδελφή μου, με την υπόσχεση ότι θα επέστρεφα το πολύ σε έναν χρόνο, και η σκέψη μου ήταν πάντα εκεί.

Μετά τις γιορτές πήρα άδεια και πήγα με τον φίλο μου, τον Λάζαρο Τύρη, στο Wollongong, όπου επισκέφθηκα έναν χωριανό μου. Από εκείνον έμαθα ότι η μητέρα μου πέθανε την επόμενη ημέρα από τη στιγμή που έφυγα.

Το γεγονός αυτό, κάπως, το ήξερα από ένα όνειρο που είδα το πρώτο βράδυ που έμεινα σε ξενοδοχείο, αλλά δεν ήμουν σίγουρος. Είπα το όνειρό μου στον φίλο και χωριανό μου, τον Λάζαρο Τύρη, ότι ήμουν στην κηδεία της μητέρας μου, και με κορόιδεψε λέγοντας να μην πιστεύω τα χαζά όνειρα. Να όμως που ήταν αλήθεια.

Όσα δεν χώρεσαν στην αφήγηση, γράφτηκαν σε στίχους:

Ο τελευταίος ασπασμός της μάνας

Ήταν μέρα Παρασκευή κι ο μήνας είχε δεκατρείς

Πώς ν’ αφήσεις τη μητέρα και πώς κουράγιο να βρεις

Έσκυψα και τη φίλησα με δακρυσμένα μάτια

Και η καρδιά μου σπάραζε, γινότανε κομμάτια.

Μ’ αγκάλιασε και μ’ έσφιξε γερά στην αγκαλιά της

Στα μάγουλά μου ένιωθα τα χείλη τα δικά της

Μικρή εικόνα μού ‘δωσε που ‘χε την Παναγία

Της προίκας της πεντόλιρο και μία ευλογία:

«Πάνε, παιδί μου, στο καλό και την ευχή μου νά ‘χεις

Να είσαι πάντα τίμιος και προκοπή να κάνεις

Πολλές φορές ανέβαλλες ετούτο το ταξίδι

Δεν θέλω νά ‘μαι εμπόδιο μπρος στη δική σου τύχη».

Την είδα άλλη μια φορά στο νεκρικό κρεβάτι

Και το χλομό της πρόσωπο κοκκίνισε λιγάκι

Εκείνη η εικόνα έμεινε στη μνήμη μου γερά

Άρπαξα τη βαλίτσα μου και έκανα φτερά.

Ο χωριανός μου ο Λάζαρος περίμενε εμένα

Μαζί οι δυο να φύγουμε, να πάμε για τα ξένα

Τη Σαλονίκη αφήσαμε γεμάτοι συγκινήσεις

Αργά το βράδυ φτάσαμε εις τον Σταθμό Λαρίσης.

Η ξενιτιά μας άρχισε απ’ τη δική μας χώρα

Σ’ έναν ξενώνα και οι δυο, με μια βαλίτσα τώρα

Όνειρο είδα τρομερό εκείνη τη βραδιά

Πως στην κηδεία της μαμάς ήμουνα, ρε παιδιά.

Ήτανε τόσο ζωντανό και λέω εις τον Λάζο

«Λάζαρε, πάει η μαμά μου και υποψίες βάζω»

«Όνειρο είναι, ρε χαζέ, μη το πολύ πιστεύεις

Αν κάτι τέτοιο έγινε, την είδηση θα ‘χεις».

Σάλπαρε το Κυρήνεια στις είκοσι Νοέμβρη

Τερμάτισε στο Σίδνεϊ στις είκοσι δυο Δεκέμβρη.

Κάρτες και γράμματα πολλά έστελνα μάνι μάνι

Όταν το πλοίο άραζε, φτάνοντας σε λιμάνι.

Από τη Γκρέτα έγραφα κάθε μέρα κι ένα γράμμα

Πως θα γυρίσω γρήγορα, της έκανα το τάμα

Ώσπου μια μέρα πήγαμε στο Wollongong να δούμε

Συγγενική οικογένεια και νέα να μας πούνε.

Μάντεψαν πως δεν ήξερα πως η μαμά δεν ζούσε

Κι ο μπάρμπα Γιώργος δάκρυσε και μιλούσε

«Πέθανε η μάνα, ρε παιδί μου, στο σπίτι εκεί πέρα

Αμέσως όταν έφυγες, την ίδια την ημέρα.

Πριν ξεψυχήσει άφησε σε όλους εντολή

Το ταξίδι σου στα ξένα να μην αναβληθεί»

Θυμήθηκα το όνειρο που είδα στην Αθήνα

Και είπα εις τον Λάζαρο πριν από έναν μήνα

Πως στην κηδεία ήμουνα, σαν νά ‘τανε αλήθεια

Θα το θυμάμαι τ’ όνειρο όπως τα παραμύθια.

Φωτογραφία του 1954. Λίγο πριν φύγω για την Αυστραλία.

The post Πρώτα Χριστούγεννα στην Αυστραλία appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.