Έφυγε από τη ζωή στη Μελβούρνη ο Χρ. Παρχαρίδης, ένας από τους τελευταίους γνήσιους εκφραστές της ποντιακής μουσικής παράδοσης

Συνεκτικό κρίκο ανάμεσα στην πρώτη γενιά και τις επόμενες, αλλά και γέφυρα με τις αλησμόνητες πατρίδες, χαρακτήρισε ο αντιπρόεδρος της Ποντιακής Εστίας και καταξιωμένος χοροδιδάσκαλος, Γιάννης Πιλαλίδης, τον αείμνηστο Χρήστο Παρχαρίδη, που πρόσφατα έφυγε από τη ζωή. Μιλώντας στο «Νέο Κόσμο», ο κ. Πιλαλίδης περιέγραψε με συγκίνηση τις τελευταίες στιγμές δίπλα του, τονίζοντας την αφοσίωση και την προσφορά του στην κοινότητα. «Ο Χρήστος ήταν φάρος για όλους μας», είπε. «Με το έργο και την παρουσία του συνέδεσε τις παραδόσεις του Πόντου με τη νέα γενιά και κράτησε ζωντανή τη μνήμη της πατρίδας μας».

Η απώλειά του αφήνει ένα μεγάλο κενό, αλλά η κληρονομιά του συνεχίζει να εμπνέει όσους γνωρίζουν το ήθος και την αγάπη του για την κοινότητα.

Συγκεκριμένα ο Χρήστος Παρχαρίδης, ένας από τους τελευταίους αυθεντικούς εκφραστές της ποντιακής μουσικής και τραγουδιστικής παράδοσης, σε ηλικία 85 ετών έφυγε από τη ζωή, στις 22 Δεκεμβρίου 2025, αφήνοντας πίσω του μια πολύτιμη παρακαταθήκη για τον απόδημο ποντιακό ελληνισμό.

Ο Χρήστος Παρχαρίδης του Ευσταθίου και της Ζωής (το γένος Τριανταφυλλίδη) γεννήθηκε το 1940 στο Πρωτοχώρι Κοζάνης (Πορτοράζ). Καταγόταν από ποντιακή οικογένεια, με ρίζες από το χωριό Καρά (Καπίκιοϊ) της περιοχής Ματσούκας Τραπεζούντας. Από μικρή ηλικία φάνηκε το φυσικό χάρισμα της φωνής του, με τον καλλίφωνο πατέρα του να στέκεται πάντα δίπλα του και να καμαρώνει για την πρόοδό του.

Σε ηλικία μόλις 13 ετών, ο αδελφός του Τάσος αγόρασε μια λύρα από τον φημισμένο κατασκευαστή Γοργόρ’. Αν και αρχικά του απαγόρευσε να την αγγίζει λόγω της ηλικίας του, ο μικρός Χρήστος, πεισματάρης και παθιασμένος, μάθαινε κρυφά τα μυστικά της λύρας. Το 1954 η λύρα έγινε πια δική του και άρχισε να παίζει σε μικρές παρέες και γάμους, βιώνοντας τη χαρά της δημιουργίας.

Το 1957 εγγράφηκε στην τεχνική σχολή «Δανάτσα» στην Κοζάνη. Κάθε Σαββατοκύριακο, λύρα και Χρήστος επέστρεφαν στο χωριό, δίνοντας το «παρών» σε παρέες και γιορτές. Την ίδια περίοδο συμμετείχε στις ραδιοφωνικές εκπομπές του κρατικού σταθμού Κοζάνης, με συνοδεία στη λύρα από τον συγχωριανό του Δημήτρη Κυριακίδη.

Το 1961 μετανάστευσε στην Αυστραλία, έπειτα από πρόσκληση του αδελφού του, παίρνοντας μαζί του την αγαπημένη του λύρα. Η ξενιτιά τον πλήγωσε βαθιά, ωστόσο οι λιγοστοί τότε Πόντιοι της Αυστραλίας δημιούργησαν μια δεμένη και ζεστή κοινότητα. Ο Χρήστος έπαιζε και τραγουδούσε για όλους, πάντα ερασιτεχνικά, αρνούμενος να εκμεταλλευτεί οικονομικά το ταλέντο του, καθώς απεχθανόταν τη ζωή του επαγγελματία καλλιτέχνη και της νύχτας.

Κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα (1965–1967) διδάχθηκε την τέχνη του αγγείου από τον σπουδαίο Κωνσταντίνο Κυριακίδη. Το έφερε μαζί του στην Αυστραλία, όπου απέδιδε με συγκίνηση τους προσφυγικούς καημούς, αν και αργότερα το εγκατέλειψε για συναισθηματικούς λόγους.

Παντρεύτηκε τη Βέτα Δεσποινιάδου και απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Στάθη, τα δίδυμα Ζωή και Ευδοξία και τον Λάμπον. Τα δύο αγόρια συνέχισαν την οικογενειακή μουσική παράδοση στη λύρα, με την οικογένεια Παρχαρίδη να ζει και να υπηρετεί την ποντιακή κληρονομιά.

Μέχρι το 1976 έπαιζε και τραγουδούσε στη Μελβούρνη σε συλλόγους και εκδηλώσεις, συχνά λειτουργώντας ενωτικά σε περιόδους έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων. Το 1976 υπήρξε συνιδρυτής της «Ποντιακής Εστίας», όπου πρόσφερε ανιδιοτελώς ως σύμβουλος και καλλιτέχνης. Το 1981 ίδρυσε την «Ποντιακή Κοινότητα», με στόχο τη σύσφιξη των σχέσεων των Ποντίων της Αυστραλίας, αν και συχνά εξέφραζε την απογοήτευσή του για φαινόμενα αυτοπροβολής εις βάρος της ουσίας της παράδοσης.

Σημαντικός σταθμός υπήρξε το 1992, όταν, με τη μεσολάβηση του ανιψιού του Αλέξη Παρχαρίδη, προσκάλεσε στην Αυστραλία τους Κώστα Σιαμίδη και Γιάννη Κουρτίδη. Από τη συνεργασία αυτή προέκυψε το CD «Αροθυμώ και καίουμαι», ενώ ακολούθησαν ακόμη τέσσερις δισκογραφικές δουλειές, με συνοδεία στη λύρα από τον γιο του Χαράλαμπο: Ποίον έν’ η πατρίδα μ’ (2000), Σην πλατείαν χορεύ’νε (2003), Κωφά ας έσαν τ’ ωτία μ’ (2005), Ψυχής κατάθεση – Τραπεζούντα παντέμορφον (2016).

Πέρα από τις σπάνιες φωνητικές του αρετές, ο Χρήστος Παρχαρίδης υπήρξε και στιχουργός με βαθιά ευαισθησία, αποτυπώνοντας στον λόγο του τον Πόντο, την προσφυγιά, τον Ακρίτα, τον έρωτα και την πίκρα της ξενιτιάς.

Το έργο και το ήθος του αποτελούν πολύτιμη κληρονομιά για τον ποντιακό ελληνισμό. Τον δρόμο του συνεχίζει επάξια ο μικρότερος γιος του, Λάμπον Παρχαρίδης, διαπρέποντας στη λύρα, το αγγείο και τη φλογέρα.

The post Έφυγε από τη ζωή στη Μελβούρνη ο Χρ. Παρχαρίδης, ένας από τους τελευταίους γνήσιους εκφραστές της ποντιακής μουσικής παράδοσης appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.