ΕΦΚΑ: Προτιμούν να μη βγουν στη σύνταξη, παρά να ρυθμίσουν τα χρέη τους

Χαμηλή είναι η ανταπόκριση των ασφαλισμένων στη ρύθμιση που επιτρέπει τη συνταξιοδότηση – με αυξημένα χρέη προς τον ΕΦΚΑ.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, μέχρι σήμερα έχουν υποβληθεί μόνο 8.000 αιτήσεις για σύνταξη με βάση τα νέα όρια, που αυξήθηκαν σε 30.000 ευρώ για αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες (π. ΕΤΑΑ) και σε 10.000 ευρώ για αγρότες (π. ΟΓΑ). Το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής δείχνει είτε διστακτικότητα των ασφαλισμένων είτε αντικειμενική αδυναμία υπαγωγής λόγω υψηλότερων καταθέσεων ή μη δυνατότητας αποπληρωμής. Βάσει των εκτιμήσεων, περίπου 300.000 μη μισθωτοί έχουν οφειλές προς τον ΕΦΚΑ, με την πλειοψηφία αυτών να μένει και εκτός ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Συνολικά, οι οφειλές προς τον ΕΦΚΑ αγγίζουν πλέον τα 50 δισ. ευρώ, εκ των οποίων μόλις τα 32 δισ. είναι κύριες, ενώ τα υπόλοιπα προσαυξήσεις. Και εδώ βρίσκεται ένα ακόμη πρόβλημα, καθώς το υψηλό επιτόκιο έχει ως αποτέλεσμα, σε πολλές περιπτώσεις, οι προσαυξήσεις και τα πρόστιμα να έχουν ξεπεράσει κατά πολύ το αρχικό χρέος.

Οι προϋποθέσεις

Τονίζεται ότι η συναίνεση στην άρση του τραπεζικού απορρήτου αποτελεί προϋπόθεση για την ένταξη στη ρύθμιση. Ο ασφαλισμένος δίνει την έγκρισή του ηλεκτρονικά κατά την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης. Μέσω αυτής της διαδικασίας, ο ΕΦΚΑ ελέγχει το ύψος των καταθέσεων του υποψήφιου συνταξιούχου ώστε να πιστοποιηθεί η πραγματική του αδυναμία αποπληρωμής.

Εάν οι καταθέσεις του υπερβαίνουν τα 12.000 ευρώ, το δικαίωμα συνταξιοδότησης χάνεται αυτομάτως. Υπάρχουν, μάλιστα, και άλλες προϋποθέσεις. Το ποσοστό συμμετοχής παραμένει χαμηλό, δεδομένου ότι το 87,78% των οφειλετών (1.864.531 οφειλέτες) στον ΚΕΑΟ έχουν οφειλή έως 30.000 ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι το όριο οφειλών αυξήθηκε για τη λήψη σύνταξης από 20.000 σε 30.000 ευρώ για αυτοαπασχολούμενους (π. ΕΤΑΑ) και από 6.000 σε 10.000 ευρώ για αγρότες (π. ΟΓΑ).

Η ρύθμιση, που αύξησε το ανώτατο όριο οφειλών από 20.000 σε 30.000 ευρώ για αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες και από 6.000 σε 10.000 ευρώ για τους αγρότες, σχεδιάστηκε για να δώσει διέξοδο σε όσους είχαν συμπληρώσει τις ηλικιακές και ασφαλιστικές προϋποθέσεις, αλλά δεν μπορούσαν να λάβουν σύνταξη λόγω χρεών.

Στην πράξη, όμως, η προοπτική άρσης του τραπεζικού απορρήτου και η σημαντική παρακράτηση από το μηνιαίο ποσό λειτουργούν αποτρεπτικά.

Η διαδικασία ξεκινά ταυτόχρονα με την αίτηση συνταξιοδότησης. Ο ασφαλισμένος καλείται να δηλώσει το σύνολο των τραπεζικών του λογαριασμών και να συναινέσει στον έλεγχο καταθέσεων, τόσο ως προς το υπόλοιπο του προηγούμενου μήνα όσο και ως προς τον μέσο όρο του τελευταίου δωδεκαμήνου. Αν από τις διασταυρώσεις προκύψει ότι οι καταθέσεις υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα όρια – 12.000 ευρώ γενικά ή 6.000 ευρώ για αγρότες –, η αίτηση απορρίπτεται, ακόμη και αν πληρούνται όλες οι υπόλοιπες προϋποθέσεις.

Για όσους τελικά ενταχθούν, η σύνταξη δεν καταβάλλεται ολόκληρη από την αρχή. Το υπερβάλλον ποσό της οφειλής, δηλαδή εκείνο που ξεπερνά τα παλαιά όρια των 20.000 ή 6.000 ευρώ, συμψηφίζεται με το 60% της σύνταξης. Ετσι, για ένα διάστημα ο συνταξιούχος λαμβάνει μόλις το 40% του ποσού που του αναλογεί, έως ότου αποπληρωθεί αυτό το «επιπλέον» χρέος.

Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα ασφαλισμένου με συνολική οφειλή 30.000 ευρώ και δικαίωμα σε σύνταξη 1.000 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, το μηνιαίο ποσό που καταβάλλεται ανέρχεται στα 400 ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα 600 ευρώ παρακρατούνται κάθε μήνα μέχρι να εξοφληθούν τα 10.000 ευρώ που υπερβαίνουν το παλαιό όριο. Μόνο μετά τον μηδενισμό αυτού του ποσού ξεκινά η ρύθμιση του υπόλοιπου χρέους σε έως 60 δόσεις.

Στην πράξη, το πλαίσιο λειτουργεί ως ένας μηχανισμός «σταδιακής» συνταξιοδότησης, με σημαντικό όμως κόστος ρευστότητας για τον δικαιούχο.

Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί ασφαλισμένοι, αν και τυπικά πληρούν τα κριτήρια, αποφεύγουν να υποβάλουν αίτηση, φοβούμενοι ότι δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις μηνιαίες παρακρατήσεις.