Όταν έρχονταν οι άγιες μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, άρχιζε πραγματικά μια νέα αφετηρία, μια νέα διαδρομή… στα τελευταία σκαλιά του νέου χρόνου που μας άφηνε.
Δημιουργικές κυλούσαν οι μέρες σε κάθε σπίτι. Οι γυναίκες που είχαν την ευθύνη για αυτή τη διαδρομή ήταν ήδη ετοιμασμένες, όλο το χρόνο σκόπευαν για αυτές τις μεγάλες ημέρες της Χριστιανοσύνης, να φανούν αντάξιες στην τιμή που όλη η οικογένεια όφειλε στο πρόσωπό τους.
Στη γυναίκα του σπιτιού, αν ήταν γιαγιά, σύζυγος, μητέρα, κόρη. Όλη η οικογένεια βασίζονταν σε αυτή την αγαπημένη ύπαρξη. Τα ντουλάπια, εκεί όπου φύλαγαν όλα τα απαραίτητα για τις λιχουδιές που προετοίμαζαν, ήταν ερμητικά σφαλισμένα.
Δεν πρέπει να απορούμε… βέβαια… γιατί το μυαλουδάκι των μικρών ανθρωπάκων δούλευε ακαταπαύστως και σοφίζονταν να εύρουν τη λύση!!! Από πού έρχονταν εκείνες οι ευωδίες των καρυκευμάτων; Μοσχοκάρυδο και κανέλα, γαρύφαλλο και βανιλίνη… και κάθε που έβλεπαν τη μητέρα με προφύλαξη να διπλομανταλώνει την πόρτα και να εισχωρεί στο άβατο του δικού της μόνο χώρου… τόσο και φούντωνε περισσότερο ο πειρασμός να βρεθεί ο χώρος ο χρυσοφόρος…
Και παρακαλούσαν να τρέχουν γρήγορα οι μέρες, γιατί ρητώς είχε ειπωθεί από τη γιαγιά και τη μητέρα ότι μόνο θα φαγωθούν αυτά τα ωραία πράγματα — που γέμιζε η γλώσσα και με τη σκέψη μόνο γλύκα — όταν θα έρθουν τα Χριστούγεννα και θα πάμε στην εκκλησία… και γυρίσουμε στο σπίτι… και αφού πρώτα, από την παραμονή, θα έπρεπε να πάμε στης γιαγιάς το σπίτι και να ζητήσουμε συγχώρεση αν τυχόν την στενοχωρήσαμε, να πάμε και στης νονάς και σε όλες τις θείες… και η ώρα περνούσε, μέχρι που βράδιαζε, και τα μικρά ποδαράκια κουρασμένα έπεφταν σε ύπνο γλυκό και ευφραντικό, και μέσα στον ύπνο τους ακόμη έψελναν τα κάλαντα σε κάθε σπίτι που πήγαιναν… προσδοκώντας κάτι γενναιόδωρο να τους φιλέψουν…

…Όχι σταφίδες και αμύγδαλα, γιατί τα περισσότερα σπίτια στο χωριό είχαν τις σοδιές τους στην αποθήκη. Τα μικρά ανθρωπάκια έλπιζαν για κάτι καλύτερο… για κέρματα, να πάνε στο περίπτερο να αγοράσουν μαντολάτα και καραμελίτσες (φλόκες). Αχ! εκείνες οι φλόκες!!! Με την υπέροχη γεύση.
…1954. Εκείνη τη χρονιά ο χειμώνας ήρθε βαρύς. Ο αέρας φυσούσε και το χιόνι που έπεφτε το άρπαζε και το συγκέντρωνε στις γωνίες των σπιτιών, στους φράχτες και όπου ήταν απάγκιο. Αχ! τι τρελή χαρά ήταν εκείνη… Η φωνή της μητέρας, στοργική, με ξύπνησε από το πρωινό χουζούρι με τις μαγικές λέξεις: «Ξύπνα να δεις, Χριστινούλα… χιόνιζε όλη τη νύχτα…»
Ήταν μεγάλη μου χαρά. Εκείνη την ημέρα θα έρχονταν στο σπίτι μας η γιαγιά μου η Μικρασιάτισσα για το πατροπαράδοτο έθιμο των γλυκισμάτων και τελετουργικό για την οικογένεια!
— Μήπως, μαμά, δεν θα βγει με το χιόνι η γιαγιά; ρώτησα με φόβο τη μητέρα.
Εκείνη με κοίταξε και μου είπε: «Δεν σταματάει τίποτα τη γιαγιά από το καθήκον της. Θα έρθει σε λιγάκι».
Και όντως, σε λίγο, στην πόρτα το γνωστό χτύπημα της γιαγιάς!!! Κρατούσε μέσα στην πλεχτή της τσάντα τα περιβόητα σύνεργα της τέχνης της: το ειδικό βεργάκι για να στρίβονται όμορφα τα λεπτά φύλλα για τα περίφημα φωκιανά σαριγλιά — συνταγή που την είχε φέρει από την χαμένη πατρίδα της, τη Φώκαια της Μικράς Ασίας! …αλλά θα έφτιαχνε και τα υπέροχα φοινίκια, που έλιωναν στο στόμα, αφρός.
Η γιαγιά πήρε θέση… πλην όμως σταμάτησε πάραυτα. Με κοίταξε στα μάτια και είπε:
— Όποτε έρχονται τα Χριστούγεννα, Χριστινάκι μου, θυμάμαι τη φοβερή χρονιά του 1922. Η μοίρα μάς είχε αρπάξει από τα πλούσια μέρη της Μικράς Ασίας και σαν ζητιάνοι ζητιανεύαμε τη λύπηση των ανθρώπων! Από αφεντάδες γίναμε ζήτουλες. Ο παππούς σου ο Χρίστος με έβλεπε λυπημένη και μου έλεγε: «Γιατί είσαι έτσι, Ειρήνη; Να λέμε δόξα τω Θεώ που γλυτώσαμε και ήρθαμε εδώ στην Κρήτη, στο φιλόξενο αυτό νησί. Ο κόσμος μάς δέχτηκε με ανθρωπιά. Μη στεναχωριέσαι, ο Θεός μάς σκέφτεται από ψηλά…»
— Και τι έγινε, καλέ γιαγιά; ρώτησα εγώ. Τι έγινε τα Χριστούγεννα εκείνα στο νησί της μαμάς μου;
— Ένα απόγευμα, κόντευαν Χριστούγεννα… χτύπησε η πόρτα και ένα κοριτσάκι περίπου οκτώ χρονών, με σγουρά μαλλάκια και γαλανά ματάκια, καλησπέρισε και μου έδωσε ένα καλάθι σκεπασμένο με υφαντή κρητικιά πετσέτα. «Κυρία Ειρήνη», είπε, «αυτά σας τα στέλνει η γιαγιά μου η Μαρία, για τα χριστουγεννιάτικα γλυκά σας». Χαιρέτησε ευγενικά και έφυγε. Γέμισαν δάκρυα τα μάτια μου…
Την ίδια στιγμή ήρθε και ο παππούς σου ο Χρίστος. Με είδε συγκινημένη και μου είπε:
— Μια μέρα βοήθησα τον νοικοκύρη που ήταν στο λιοτρίβι του. Το εκτίμησε ο άνθρωπος, το θεώρησε ευγνωμοσύνη. Είδες, Ειρήνη; ο Θεός δεν ξέχασε τους πρόσφυγες….
Και ενώ η γιαγιά ετοιμάζονταν να αρχίσει την ιεροτελεστία της, εγώ ήθελα να μάθω για το μικρό κοριτσάκι, με τα γαλανά ματάκια, που πήγε τα πράγματα στο σπίτι της γιαγιάς μου της Μικρασιάτισσας.
— Γιαγιά, ποιο ήταν εκείνο το κοριτσάκι που ήρθε στο προσφυγικό σας σπιτάκι;
Η γιαγιά με κοίταξε στοργικά… την ίδια στιγμή μπήκε η μητέρα με ένα ταψί καθαρισμένα αμύγδαλα και το γουδί. Η γιαγιά χαμογέλασε και μου έδειξε με την άκρη του ματιού της τη μητέρα μου…
— Μα δεν κατάλαβες, Χριστινάκι μου, για ποιο κοριτσάκι μιλούσα; Να, έτσι πάντα η μαμά σου, φορτωμένη με δώρα, έρχονταν στο σπίτι μας και, ύστερα από χρόνια… έγινε κόρη μου, όταν παντρεύτηκε τον πρωτότοκό μου τον Κωστή — τον πατέρα σου!!!
Τι γλυκιά εκμυστήρευση και υπέροχη ανάμνηση…
The post Χειμωνιάτικο ταξίδι στο παρελθόν…στον απόηχο των Χριστουγέννων appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.