Πώς θροΐζουν, ριγούν, νοερά και νοητά, τα κλωνάρια, κατάρτια, κουπιά στο κύμα και στο φως του καιρού, στο χοροστάσι, στις μυρωδιές της γιορτής, όταν αυτά τα ακουμπούν και τα αγκαλιάζουν. Έτσι το θωρώ, αγέρωχο καθώς στέκει σε στάση προσοχής, στολισμένο πίσω από τα παράθυρα. Πιθανόν και ένας ανεπαίσθητος ψίθυρος νοσταλγίας, καθώς τα λαμπιόνια και το μεγάλο ή μικρό αστέρι στην κορυφή του να του δίνουν οδηγίες και αφορμές για ταξίδι και το δια ταύτα των νυχτοήμερων.
Δεδομένου ότι όλα πια στο εδώ ημισφαίριο του σύμπαντος τόπου και χρόνου χορεύουν, σαλπάρουν στα κύματα και στην αμμουδιά της καλοκαιρινής εποχής, αλλά και κατά φαντασία, κατά βίωμα, καθώς έρχονται και από άλλο μετερίζι οι γιορτινές πορείες στο νου και στην καρδιά του, κάνουν το δέντρο ετούτο, το αειθαλές και πλαστικό, αρκετά σημαντικό, κέντρο και ακτίνα ενδιαφέροντος.
Δέντρο που έχει δύο πατρίδες η θωριά και η περήφανη μα και η φθαρτή του χρήση και τη μια στιγμή πιάνει λιμάνι και αμμουδιές, μια τα βουνά, δάση και τον αυλόγυρο του άλλου ηλιοστάσιου του σύμπαντος, κόσμου παρόντων, απόντων, κατοικοεδρευόντων. Είναι κάτι που δεν ξεχνιέται και δεν χάνεται, όσα χρόνια, δόξες, ήττες, μικρές και μεγάλες μοναξιές περάσουν από το είναι και το φαίνεσθαι του κορμιού του.
Μιας και όλα, παρόντα και απόντα, πράγματα, πρόσωπα και θαύματα που το περιτριγυρίζουν, αλλά και γενικώς υπάρχουν στον ορίζοντα και στα χώματα του σύμπαντος, κουβαλούν στην πλάτη τους τον παλιό χρόνο, βλέπουν καλικάντζαρους του μέλλοντος, ελπίζουν σε κάτι καλύτερο και στα τρίγωνα κάλαντα στη γειτονιά των αναμνήσεων και του φωτός ταξιδεύουν, το χριστουγεννιάτικο δεντράκι σταθερά και ακαριαία δείχνει κατανόηση, μιλάει, εκπέμπει τη γλώσσα και την αλφαβήτα της αγάπης, του φωτός και του «μη με λησμονεί».
Μα κάποια στιγμή, καθώς καταφέρνει να δραπετεύει από τον κλεινόν άστυ, από το παραθύρι, από το φωταγωγό, από ένα τζάκι που καίει κούτσουρα, πουρνάρια, ή από έναν καπνό και τσίκνα μπαρμπεκειάσματος, ονειροβατεί, περπατάει σε μονοπάτια, τσιμέντα και κύματα ακατάληπτα, μα και από ιστορίες και στιγμές θυμάται λες και είναι ημερολόγιο, σημειωματάριο και ανοιχτό βιβλίο. Τα φυλλοκάρδια, οι πευκοβελόνες και τα χρώματά του… Και τότε μονολογεί και λέει τα δικά του: τι είδε, τι ένιωσε, τι άραγε να θέλει η οντότητά του από τους παρόντες–απόντες που το φιλοξενούν στο κονάκι τους.
Γίνεται και καραβάκι, λευκή σελίδα στα πέλαγα και στους δρόμους της ανάμνησης· με ή χωρίς πλαστικές τσάντες από αγορές στα χέρια, τα κλωνάρια του τους δείχνουν ότι συμμετέχει στη ζωή, στην ανάγκη και στις τροχιές τους.
Στα δε αμπάρια και στα φυλλοκάρδια του έχει χρυσό, λιβάνι και σμύρνα από τον καλό λόγο και έργο συγκινήσεων και της αγάπης πάθος. Με ταπεινά χειμερινά μανουσάκια γύρω γύρω του, με ντοματιές που θα καρπίσουν στην ηλιοφάνεια, αλλάζει ταχύτατα και αυθόρμητα τη θερμοκρασία των ταξιδιών του. Πάντα όμως φοράει χαμόγελο φιλότιμου φωτός στα αέρινά του φυλλώματα που μοιάζουν με ορόφους και σκαλοπάτια.
Οι παρόντες–απόντες της παράστασής του είτε βολοδέρνουν στα ωραία πάρκα της πόλης με τα γλαροπούλια και αντηλιακό, είτε στη χόβολη και στον αργό χρόνο του χωριού τους εκστατικά και ακαριαία χιλιοτραγουδούν το πέρασμά του· και στη φωνή των φύλλων του κανείς και τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί και να μείνει αδιάφορος.
Από την Ανατολή μέχρι τη Δύση του Ηλίου, μα και του σύμπαντος τις συντεταγμένες, χωρίς διαπιστευτήρια και διαβατήρια στη φορεσιά και στη φαιά του ουσία, κάνει το ίδιο ταξίδι με άνεση και χωρίς να βαριέται.
Μια στο βουνό, στις χαράδρες, στις ρευματικές αλλά και στις θάλασσες, στα κοχύλια που βρίσκεται η χάρη του, είναι… μια κατηγορία από μόνο του. Περνάει τη γέφυρα της Άρτας, της Πάτρας, τη διώρυγα του Σουέζ, περνάει και από το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, αγναντεύει και τα σύννεφα και τα φύκια των ωκεανών· άλλοτε ως χελιδόνι, άλλοτε ως αηδόνι, γλαροπούλι και πελαργός στο ένα πόδι· και στην κυριολεξία από Ήπειρο σε Ήπειρο του σύμπαντος κάνει τις στιγμές παρόντων και απόντων των συνταξιδευτών πολύτιμα, μοναδικά δώρα εμπειριών. Μα και σε όνειρα δώρα καλής υγείας, το αυτό εύχομαι και για σας: ειρήνη, χαρά, ευτυχία — καθώς τα λέει το αφήγημά του, μα έλα που τα εννοεί.
Θυμήθηκε και τους παλιούς συμμαθητές, θυμήθηκε και πρόσωπα και συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας που το πέρασμα των χρόνων κανένα χιόνι, καμιά καλοκαιριά και καμιά μορφή απόστασης δεν τους άλλαξε σαν φαίνεσθαι και είναι. Ε, λίγες ρυτίδες, λίγα σπασμένα, αλλά και ουσιαστικά με νόημα τηλεφωνήματα που κρατούν τις σχέσεις σε κάποιο επίπεδο· δώρα ταχυδρομείου μικραίνουν, γλυκαίνουν τη νοσταλγία και τους γνώριμους κρίκους — αίμα που νερό δεν γίνεται — και όλα τα συναφή, υποδόρια και αυτονόητα των αποστάσεων, χαιρετισμών κλπ. κλπ.
Θυμήθηκε και την ώρα που ξεστολίστηκε και μπήκε στο κουτί, και πώς περίμενε τόσα μερόνυχτα για να πάρει τη θέση του στο παραθύρι και να βλέπει χιόνια αθάνατα και φωνές και σιωπές αλλοτινές, γιορτινές, λες και βγαίνουν και αυτές από ένα φύλλο ντουλάπας ή από κάποιο σπιρτόκουτο. Μα θυμήθηκε όλα τα μάτια, τα χέρια, τις καρδιές που, έχοντας το χρυσό, το λιβάνι και τη σμύρνα της ψυχής τους, το στόλιζαν. Με ό,τι είχαν δηλαδή στην αυλή και στο σπιτικό τους, αφού λίγο–πολύ όλοι και όλα δέντρα και κύματα στους ουρανούς, μα και κάτω από τον ίδιο ουρανό συνυπάρχουμε. Αυτό το «συν» είναι που κάνει τη διαφορά.
Αυτά έλεγε και ξανάλεγε και κούρδιζε την παρτιτούρα και τη συναυλία της γιορτής και της όποιας ατμόσφαιρας.
Θυμήθηκε και τους καστανάδες της Πλατείας Σκουφά, θυμήθηκε και το λαχείο συντακτών, θυμήθηκε τα μελομακάρονα και το χιόνι–ζάχαρη στους κουραμπιέδες, θυμήθηκε τα ποιηματάκια της κάθε μέρας, σελίδα σελίδα στα ημερολόγια τοίχου. Θυμήθηκε χιόνια, χρόνια, χελιδόνια· θυμήθηκε τα παραμύθια του Άντερσεν, τις γιορτινές ταινίες της τηλεόρασης, θυμήθηκε πώς από το κέντρο της Ευρώπης πήγε η χάρη του σε όλο τον κόσμο.
Θυμήθηκε όλα τα παραπάνω, όλα τα παρακάτω, λες και έγραφε γράμμα, μια καρτ–ποστάλ προς τους απόντες–παρόντες του. Στην οθόνη, στο τζάμι, σε ό,τι γυάλινο υπήρχε ή δεν υπήρχε γύρω και εντός του, ένας ήλιος αναδυόμενος και μια χαλαζόπτωση αναμενόμενη χτύπησαν, τσούγκρισαν το κουδούνι της εξώπορτας.
Οι φωνές, το κύμα τους, σαν σφεντόνες σιωπής και σαν ξέφωτο μνήμης και φλασιάς, λέγαν, κρένανε, μονολογούσαν για τα Χριστούγεννα–Πρωτούγεννα, μα και «να τα πούμε και πάλι». Φυσικά το δέντρο έκανε το αυτονόητο. Άνοιξε την πόρτα.
Είναι αυτό το ερώτημα του «να τα πούμε» που η απάντηση, η καταφατική, έρχεται αυθόρμητα, και ένας αέρας αλλιώτικος περνάει τοίχους και τύχες. Ένα ερώτημα συνάντησης που γίνεται χωρίς τα ραντεβού επισκέψεων και συναντήσεων και που συνεχώς συνομιλεί και θα συνυπάρχει πολυπολιτισμικά. Ακόμη και αν ρίχνει άγκυρες και ζει τις μυρωδιές, παρέες, μοναξιές που το φιλοξενούν, σίγουρα θα αιωρείται, θα ελκύει και θα ελκύει το καθημερινό μα και άπειρο, άπιαστο φως τους. Και αν τις ρίζες και την αύρα του ανάμεσα σε δύο πατρίδες τις ρίχνει, τις απλώνει — μα έλα που πάντα πίσω από ένα τζάμι, κάδρο και εικόνα θα ταξιδεύει το φαίνεσθαι και το είναι της γιορτής που λέγεται Χριστούγεννα–Πρωτούγεννα ακαταπάυστως και αδιαλείπτως.
Μέχρι που το «εκεί» και το «εδώ» των ημισφαιρίων νου και ψυχής, νοερά, νοητά, γίνουν ένα και το αυτό. Σημαίνον και σημαινόμενο, ο ρόλος και η ομορφιά του βάζει ένα πετραδάκι, ένα κυματάκι επιτυχίας και μέθεξης. Κάπως έτσι και οι απόντες της γιορτής του γίνονται εν δυνάμει και κατά κράτος παρόντες, συνδαιτημόνες, συνυπάρχοντες, συνοδοιπόροι… Στο «συν» της αφαίρεσης, καθώς περνούν οι εποχές, τα μερομήνια και οι γιορτές, μένει κάτι…
The post Στου δέντρου το φως και το κύμα … appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.