Μνήμες Χριστουγέννων στην Ελλάδα μιας άλλης εποχής

 

«Τα Χριστούγεννα τα γιορτάζαμε πανηγυρικά. Οι καμπάνες χτυπούσανε στις 3 τη νύχτα και μετά από το τέλειωμα της εκκλησίας, προς το γλυκοχάραμα, θα πήγαινε ο καθένας στο σπίτι του, για να περάσουμε με τα οικονομημένα υπάρχοντα μας».

Με αυτά τα λόγια, θυμάται στα Χριστούγεννα στο Πλαίσιο Φιλιατών ο Γιώργος Σκάγιας.

Εποχές αλλοτινές, δύσκολες, φτωχικές, όμως γεμάτες καλοσύνη, και αγάπη.

Όμορφα αγνά χρόνια, του μόχθου και του ξενιτεμού, μας λένε οι λιγοστοί ηλικιωμένοι που συναντάμε στα χωριά των Φιλιατών στην Θεσπρωτία. Χωρίς πολύχρωμα φωτά, λαμπερούς στολισμούς, κάθε λογής γλυκίσματα, τα παιδικά και εφηβικά τους χρόνια, τα θυμούνται νοσταλγικά, γιατί ήταν γεμάτα γαλήνη και φως.

Οι μνήμες έμειναν βαθιά χαραγμένες στην καρδιά τους.

Οι μικρές κοινωνίες των χωριών, βίωναν την αγάπη και την αλληλεγγύη, το νόημα των Χριστουγέννων.

Οι επίτροποι των Ιερών Ναών από μέρες νωρίτερα, φρόντιζαν να εξασφαλίσουν ένα ποσόν από το ταμείο και τα υπάρχοντα της εκκλησίας , ώστε να μπορέσουν να το προσφέρουν ως βοήθημα, σε εκείνες τις οικογένειες, οι οποίες δυσκολεύονταν .

Όσοι είχαν καλύτερη οικονομική ευχέρεια, σε συνεννόηση με τους χασάπηδες και τους μπακάληδες της περιοχής, έφτιαχναν «τα πακέτα της αγάπης και προσφοράς», για τους συγχωριανούς τους. Συσκεύαζαν κρέας και άλλα τρόφιμα και τα έστελναν σε πολλά σπίτια που δυστυχούσαν, ώστε τις Άγιες ημέρες των Χριστουγέννων, να περάσουν όμορφα όλες οι οικογένειες. Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, έστρωναν σε όλα τα σπίτια.

Την Πρωτοχρονιά, σε κάθε σπίτι μοσχομύριζαν φρεσκοψημένες οι ηπειρώτικες βασιλόπιτες. Οι νοικοκυρές, έφταναν την «πρώτη πίτα» του χρόνου, με μεράκι. Χρησιμοποιούσαν για τη ζύμη, κοφτό σιτάρι και λάδι, ενώ έστρωναν τη γέμιση με αυγά και τυρί. Ήταν νόστιμες και πολλές φορές, συζητούσαν για το ποια νοικοκυρά είχε κάνει την καλύτερη.

Μαζί με τη βασιλόπιτα, έφτιαχναν και τηγανίτες, τη χαρά των παιδιών, που φρόντιζαν να είναι πετυχημένες.

Ανήμερα τα Φώτα, γιόρταζαν με όλες τις τοπικές συνήθειες που έρχονταν από το βάθος του χρόνου. Ο μεγάλος Αγιασμός γίνονταν στις βρύσες του κάθε χωριού. Από τους Ιερούς Ναούς, οι κάτοικοι μαζί με τον ιερέα κρατώντας φλάμπουρα και εξαπτέρυγα, πήγαιναν στα τρεχούμενα νερά της κάθε περιοχής, σε βρύσες και πηγάδια, για να γίνει η τελετή αγιασμού των υδάτων.

Όλο το 12ήμερο τα βράδια τα τζάκια των σπιτιών καίγανε το τζάκι. Μαζί με τα ξύλα, βάζανε και ένα από κερασιά, το οποίο φέρνανε από το δάσος και το καίγανε λίγο-λίγο. Τη στάχτη τη μαζεύανε και τη ρίχνανε στα κτήματα τους για να έχουν καλή σοδειά.

Πληροφορίες από το βιβλίο «Πλεσέβιτσα» του Γιώργου Σκάγια.

της  του ΑΠΕ-ΜΠΕ Μ. Τζώρα

 

Ηράκλειο: Οι εορτές των Χριστουγέννων όταν δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα

Για τους νεότερους αποτελούν ιστορίες που μοιάζουν βγαλμένες από παραμύθι , αλλά για τους μεγαλύτερους είναι μνήμες που «ξεπηδούν» από το παρελθόν τους, το οποίο μπορεί να μην έχει πολλά κοινά σημεία με το σήμερα, ωστόσο αποτελεί κομμάτι της ζωής τους που το κρατούν σαν φυλαχτό. Κάπως έτσι και πάντως με νοσταλγία, θυμάται τα Χριστούγεννα των παιδικών του χρόνων, στο χωριό του το Σμάρι Πεδιάδος στο Ηράκλειο Κρήτης, ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός Μανώλης Λαγουδιανάκης, που κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, του αρέσει να λέει ότι «τα πιο φωτεινά Χριστούγεννα ήταν εκείνα που έκανε με την οικογένειά του όταν δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα».

Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Λαγουδιανάκης ανέφερε ότι για τα παιδιά τα χρόνια εκείνα, η ζωή κυλούσε ανέμελα «έτσι όπως πρέπει να είναι η ζωή των παιδιών».

«Θυμάμαι ότι την προπαραμονή και την παραμονή των Χριστουγέννων γινόταν τα χοιροσφάγια. Σχεδόν σε όλα τα σπίτια υπήρχε γουρουνάκι για τις γιορτές. Οι άνδρες μαζεύονταν στις γειτονιές και αλληλοβοηθούμενοι έσφαζαν τα γουρούνια. Για δυο μέρες σε όλο το χωριό αντηχούσαν τα γρυλίσματα των χοίρων. Τα παιδιά περιμέναμε με ανυπομονησία να ανοίξουν το γουρούνι για να πάρουμε τη “φούσκα” δηλαδή την ουροδόχο κύστη για να τη φουσκώσουμε και να παίζουμε ποδόσφαιρο. Οι γυναίκες επίσης μαζεύονταν για να ζυμώσουν ψωμί και γλυκίσματα (κουραμπιέδες, μελομακάρονα, ξεροτήγανα και λουκούμια)». Ο καθένας είχε το ρόλο του και όλοι μαζί τηρούσαν τα έθιμα των ημερών και κυρίως όσα συνδέονταν με το φαγητό και τα γλυκά, αφού ο στολισμός ήταν από φτωχός, έως ανύπαρκτος.

«Την παραμονή των Χριστουγέννων ετοιμαζόμαστε από νωρίς για τα κάλαντα. Είτε κάναμε παρέα είτε μόνος ο καθένας ετοίμαζε το “φωτιστικό” του. Επειδή στο χωριό δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, φωτίζαμε τους δρόμους με φακό (όσοι είχαν) ή με λαδοφάναρα. Μόλις σουρούπωνε ξεκινούσαμε από τη μία άκρη του χωριού για να πάμε στην άλλη. Όταν φτάναμε σε ένα σπίτι χτυπούσαμε την πόρτα και φωνάζαμε: “να τα πούμε;” Η απάντηση πάντα η ίδια, “ποιος είσαι;”. Λέγαμε το όνομα μας και αν είμαστε συγγενείς μας απαντούσαν: “Να τα πείτε”. Αν δεν είμασταν συγγενείς, η απάντηση “Μας τα είπαν” ήταν η συνηθέστερη» ανέφερε ο κ. Λαγουδιανάκης, που δεν θα ξεχάσει ποτέ ότι η αμοιβή για τα κάλαντα ήταν μισή δραχμή και κάπου-κάπου ένας κουραμπιές.

Όπως εξήγησε ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός, η προετοιμασία του χοιρινού για την Πρωτοχρονιά, συνεχιζόταν με απόλυτη συνέπεια.

«Θυμάμαι ότι οι γονείς μας κρεμούσαν τα γουρούνια για να στεγνώσουν μέχρι την ημέρα των Χριστουγέννων ή την επόμενη, ενώ στη συνέχεια τα τοποθετούσαν πάνω σε ένα σοφρά για να τα τεμαχίσουν. Η κεφαλή, τα πόδια και η ουρά γινόταν “πηχτή” ή αλλιώς “τσιλαδιά” ενώ ξεχώριζαν τα κομμάτια που θα γινόταν λουκάνικα. Αυτά τα κομμάτια τα μαρινάριζαν για δυο μέρες μέσα σε ξύδι και μπαχαρικά, ενώ τα κόκαλα από το κρέας που ξεκοκάλιζαν, τα έβραζαν και μέσα στο ζουμί έβαζαν ξινόχοντρο. Έκοβαν και το “χοιρομέρι” δηλαδή το κρέας που κρεμούσαν στο τζάκι για να καπνιστεί όπως και τα λουκάνικα και κάπως έτσι, όλα τα μέρη του χοιρινού, χρησιμοποιούνταν για τις γεύσεις των ημερών».

Την ίδια προσμονή όπως τόνισε ο κ. Λαγουδιανάκης είχαν και για την Πρωτοχρονιά, που από τη μια άκρη του χωριού μέχρι την άλλη, πάλι με τα λαδοφάναρά τους έλεγαν τα κάλαντα.

«Την Πρωτοχρονιά, όμως, όλα τα παιδιά περιμέναμε και τις “καλές χέρες” (χαρτζιλίκι που μας έδιναν οι γονείς και οι παππούδες για το “καλό του χρόνου”.) Το περιμέναμε πώς και πώς αυτό το χαρτζιλίκι θυμάμαι» είπε ο συνταξιούχος δάσκαλος, που το πρωί της Πρωτοχρονιάς, εξηγεί ότι έπαιρναν μια πέτρα και με αυτήν πήγαιναν στα συγγενικά σπίτια. Την τοποθετούσαν στο μέσο του συγγενικού σπιτιού και κάθονταν πάνω της. Αφού κάθιζαν πάνω στην πέτρα, ήταν το αποκαλούμενο ποδαρικό, που συνήθως έκαναν τα μικρά παιδιά. Η πέτρα συμβόλιζε την δύναμη και την ανθεκτικότητα, οι ευχές ήταν για την καλή χρονιά και το ότι καθόμασταν πάνω στην πέτρα, ήταν “για να κλωσήσουν οι όρνιθες”, όπως έλεγαν. Δηλαδή, για να υπάρχει ευημερία».

Το εορταστικό κλίμα συνεχιζόταν μέχρι και το απόγευμα της Πρωτοχρονιάς με τις επισκέψεις στα συγγενικά σπίτια. «Θυμάμαι ότι ξεκινούσαμε από τα πιο κοντινά σπίτια και ανταλλάζαμε ευχές, ενώ στη συνέχεια όλοι μαζί πηγαίναμε στον επόμενο συγγενή, μέχρι να πάμε σε όλους. Έτσι ήρεμα, όμορφα και ανέμελα περνούσαν αυτές οι άγιες ημέρες» είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μανώλης Λαγουδιανάκης που δεν έκρυψε τη βεβαιότητά του, πως για τον ίδιο αυτές οι όμορφες μνήμες από τα Χριστούγεννα και τις Πρωτοχρονιές της δεκαετίας του 1960 , θα είναι οι πιο φωτεινές, ακόμη και αν το μόνο φως που είχε, ήταν αυτό από το λαδοφάναρό του.

Ρ. Μωραΐτη

Τη φωτογραφία παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μανώλης Λαγουδιανάκης

The post Μνήμες Χριστουγέννων στην Ελλάδα μιας άλλης εποχής appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.