Ο Ιερέας με τη χάρη του Τιμίου Σταυρού

από τη Βίκυ Μπαφατάκη

«Ένα απόσπασμα από το διήγημα, αφιερωμένο με αγάπη στον παπα-Δημήτρη του Λυκαβηττού, με αφορμή τη γιορτή του.»

“Οι πιστοί στέκουν σαν σκιές προσευχής. Γυρίζω το βλέμμα μου στην απεραντοσύνη της πόλης. Η θέα είναι μαγευτική. Ο αέρας φυσά απαλά και φέρνει μαζί του προσευχές, από βήματα προσκυνητών, από ιστορικές μνήμες, από καμπάνες που κάποτε αντήχησαν εδώ.

Στέκομαι και περιμένω. Ανυπομονώ να τον δω, να αντικρίσω εκείνον τον σεμνό ιερέα που κατόρθωσε το απίστευτο, να φέρει χιλιάδες ψυχές στους Αγίους Ισιδώρους. Μαζί με εκείνους κι εμένα.

Η πέτρα, το φως, ο ουρανός, όλα ενώνονται. Και μέσα σε αυτή τη σιωπηλή συμφωνία της φύσης και της πίστης, νιώθω το σώμα μου να πάλλεται σαν προέκταση του τοπίου. Ένα «Κύριε, ελέησον» ανεβαίνει μέσα μου χωρίς λόγια, σαν αναπνοή, σαν ευχαριστία.

Και τότε τον αντικρίζω.

Ο παπα-Δημήτρης είναι εκεί, χωρίς επιτήδευση, σχεδόν αθόρυβα, κι όμως η παρουσία του γεμίζει τον χώρο πριν ακόμη προφέρει λέξη. Είναι από εκείνους τους ανθρώπους που δεν χρειάζονται εισαγωγή. Αρκεί να σταθούν, και ο αέρας αλλάζει. Το βλέμμα του βαθύ, καθαρό, με ανόθευτη καλοσύνη, διαπερνά το σώμα και φτάνει κατευθείαν στην ψυχή. Δεν υπάρχει τίποτα θεατρικό επάνω του, καμιά προσπάθεια εντύπωσης. Μόνο απλότητα, πραότητα, μια ταπεινότητα που δεν επιβάλλεται, αλλά αναπνέει.
Στο πρόσωπό του δεν κατοικεί αυστηρότητα, μόνο εκείνη η άδολη καλλιέπεια που πηγάζει από άνθρωπο συμφιλιωμένο με τη λάμψη της πίστης και την αγάπη του Θεού. Κάθε λέξη που προφέρει μοιάζει να έχει περάσει από φωτιά και πόνο. Δεν κηρύττει, μοιράζεται. Δεν εξηγεί, μεταδίδει. Μιλά για την πίστη όχι ως δόγμα, αλλά ως εμπειρία που γεννιέται μέσα από τη δοκιμασία, για τον άνθρωπο που πονά και ξανασηκώνεται, για τη συγχώρεση που λυτρώνει, για τη σιωπή που γίνεται προσευχή όταν οι λέξεις δεν αρκούν.

Η φωνή του απαλή, σχεδόν μουσική. Έχει εκείνη τη συριστική, κρητική χροιά που κάνει τον λόγο του να κυλά αργά, να γλιστρά μέσα στις ψυχές χωρίς προσπάθεια. Είναι χαρισματικός, όχι από επιβολή, αλλά από χάρη. Μέσα του καίει μια αόρατη φλόγα που δεν ζητά να τη δεις, μα τη νιώθεις. Σε περιβάλλει, σε γαληνεύει, σε μεταμορφώνει.

Η λειτουργία του δεν είναι απλή τελετουργία, είναι μυστήριο. Κάθε του κίνηση, κάθε ψαλμός, κάθε βλέμμα μοιάζει να γεφυρώνει τον άνθρωπο με το θείο. Οι ψαλμωδίες απαλές, σχεδόν ουράνιες, αγκαλιάζουν τη φωνή του και ο χρόνος αναστέλλεται, σαν να παύει η ροή του κόσμου για μια στιγμή χάριτος. Μερικοί γονατίζουν σιωπηλά, άλλοι απλώς κλείνουν τα μάτια και παραδίδονται. Κανείς δεν μιλά, κανείς δεν βιάζεται.

Όταν λειτουργεί, συγκινείται βαθιά. Κατηχεί χωρίς να διδάσκει, προσεύχεται χωρίς να απαιτεί. Κλαίει με λυγμούς αληθινής πίστης κάθε Μεγάλη Πέμπτη, όταν μιλά για τη θυσία του Θεανθρώπου. Εκείνη τη στιγμή η προσευχή παύει να είναι λόγος και γίνεται ζωή.

Στα χέρια του κρατά τον Τίμιο Σταυρό, έναν απλό ξύλινο σταυρό μέσα σε ασημόδετη θήκη. Είναι εκείνος που κάποτε φύλαγε στα χέρια της η θεία του, η Ειρήνη από τα Χανιά, γυναίκα προσευχής και μυστικής αγιοσύνης με το χάρισμα του θεραπεύειν. Του τον κληροδότησε όχι ως δώρο, αλλά ως μυστικό φυλαχτό πίστης. Λένε πως τον ευλόγησε ο Θεός με δάκρυα που δεν αγγίζουν τη γη, μόνο ανεβαίνουν εκεί όπου οι άγγελοι τα προσφέρουν ως προσευχή. Από τότε ο Σταυρός δεν λάμπει, αναπνέει. Πάλλεται πάνω στο στήθος του και στο σώμα των πιστών, σαν να γνωρίζει τον ρυθμό της καρδιάς τους, σαν να αφουγκράζεται κάθε προσευχή πριν ειπωθεί.

Ο παπα-Δημήτρης τον κρατά όπως κρατά κανείς ένα μυστήριο που τον έχει επιλέξει. Η δύναμη του Σταυρού είναι αόρατη, αλλά ενεργεί, γαληνεύει, γιατρεύει, παρηγορεί”.

Διαβάστε όλο το διήγημα